Ελληνικός χορός στην Πάρο.
Από την έκδοση: CHOISEUL-GOUFFIER, M.G.F.A. comte de. Voyage pittoresque de la Grèce, τ. ΙΙ, Παρίσι [=1782].
Ταξιδιώτες από τη δυτική Ευρώπη επισκέπτονται το Σπήλαιο της Αντιπάρου.
Από την έκδοση: AULDJO, John, Esq. F.G.S. Journal of a Visit to Constantinople, and some of the Greek Islands, in the Spring and Summer of 1833, Λονδίνο 1835.
Πύργος από το ενετικό κάστρο στην Παροικιάς. Το κάστρο χτίστηκε με μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη από την αρχαία πόλη.
Από την έκδοση: BOISSONNAS, Frédéric / BAUD-BOVY, Daniel. Des Cyclades en Crète au gré du vent, Γενεύη 1919.
Γυναίκα της Πάρου.
Από την έκδοση: NICOLAY, Nicolas de. Le Navigationi et viaggi, fatti nella Turchia… Novamente tradotto di Francese in Italiano…, Bενετία 1580.
Άποψη της Νάουσας.
Από την έκδοση: PERILLA, Francesco. Les îles de la Grèce, Αθήνα, 1935.
Ταξίδια Ευρωπαίων περιηγητών
στην Ανατολική Μεσόγειο
& την Πάρο
Κείμενο: Ιόλη Βιγγοπούλου, Δρ. Ιστορίας – Ερευνήτρια | Φωτογραφίες: Ίδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη
Οι άνθρωποι, όπως μας λέει ο Ηρόδοτος, ταξιδεύουν για τρεις λόγους: για πολιτικο-στρατιωτικούς, για εμπορικούς και για θρησκευτικούς λόγους. Έως το τέλος του Mεσαίωνα τα ταξίδια των Ευρωπαίων ήταν κυρίως, στρατιωτικά ή απλές εμπορικές μετακινήσεις ή το προσκύνημα στον Άγιο Tάφο και σε άλλους καθαγιασμένους τόπους.
Από τον 15ο έως τις αρχές του 20ού αιώνα, οι Δυτικοευρωπαίοι ταξιδεύουν προς την Ανατολική Μεσόγειο και για πολλούς άλλους λόγους: από αγάπη και ενδιαφέρον για τους ιστορικούς τόπους, για επιστημονικούς λόγους, για αναψυχή.
Τα ταξιδιωτικά χρονικά που έγραψαν οι ταξιδιώτες αυτοί και τα οποία εμπλούτισαν πολλές φορές με εικόνες, επηρέασαν και την ιστορία αλλά και τη διαμόρφωση της εθνικής συνείδησης των Ελλήνων, οι οποίοι ήταν την περίοδο αυτή είτε υπό λατινική, είτε υπό οθωμανική κυριαρχία. Το «πώς» οι Ευρωπαίοι ταξιδιώτες «έβλεπαν» τους Έλληνες, είναι στην πραγματικότητα το πως η Ευρώπη «έβλεπε», ή επιθυμούσε να γνωρίσει, να διεκδικήσει, αλλά και να βοηθήσει ή να θαυμάσει τον «ελληνικό κόσμο».
Από τον 17ο αιώνα οι περιηγήσεις στην Ελλάδα παίρνουν σταδιακά μια αρχαιολογική στροφή. Παράλληλα, ευκατάστατοι Ευρωπαίοι συγκροτούν αξιολογότατες συλλογές με αρχαία έργα προερχόμενα από τον ευρύτερο χώρο του ελληνικού πολιτισμού. Πολλές από αυτές τις συλλογές αρχαιοτήτων κατέληξαν στα μεγάλα μουσεία των ευρωπαϊκών πόλεων. Τον 18ο αιώνα, φουντώνει στην Ευρώπη το πνεύμα του νεοκλασικισμού αλλά και το καινοφανές ενδιαφέρον για τον σύγχρονο Ελληνισμό. Τον 19ο αιώνα -με την εξέλιξη και καλυτέρευση των ταξιδιωτικών μέσων- τα ταξίδια γίνονται επιστημονικά και πιο εξειδικευμένα και πολλές φορές οι ταξιδιώτες αυτοί εμπλέκονται και στα πολιτικά δρώμενα. Τέλος, το ενδιαφέρον των Ευρωπαίων ταξιδιωτών, τον 20ό αιώνα, επέστρεψε εκεί απ’ όπου είχε αρχίσει η ιστορία του ελληνικού κόσμου: στη φύση και στον μύθο, και φυσικά σε ένα απύθμενο νέων οραμάτων.
Η Πάρος δεν αποτέλεσε σχεδόν ποτέ στόχος ταξιδιού τους πρώτους αιώνες της κινητικότητας των Δυτικοευρωπαίων προς την Ανατολή. Βαθμιαία από τον 18ο αιώνα και μετέπειτα, η φήμη της για την “παρία λίθο”, τα αρχαιογνωστικά ενδιαφέροντα των Ευρωπαίων και η στρατηγική της θέση στους θαλάσσιους δρόμους, την περίοδο των πολεμικών συρράξεων οδήγησαν πολλούς περιηγητές σε αναζητήσεις επί τόπου στο νησί. Όταν πλέον η Πάρος, από το 1829, είναι τμήμα του νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους, πολλοί καλλιτέχνες (ζωγράφοι, φωτογράφοι) επισκέφτηκαν το νησί και μας κληροδότησαν αξιοσημείωτες όψεις.
Η Πάρος λοιπόν, όπως και τα άλλα νησιά «εμφανίζεται» σε χάρτες και σε γεωγραφικά έργα ήδη από τον 15ο αιώνα. Βλέπουμε λοιπόν, στο πρώτο νησολόγιο (isolario), δηλαδή βιβλίο με χάρτες για νησιά που συνοδεύονται με ιστορικο-γεωγραφικά κείμενα τον πιο παλιό χάρτη της Πάρου. Δημιουργός του είναι ο Cr. Buondelmonti (1420), που σχεδίασε τον χάρτη και έγραψε και το συνοδευτικό κείμενο. Όλα τα μεταγενέστερα και για δύο αιώνες παρόμοια νησολόγια (isolarii), χειρόγραφα ή έντυπα, που αφορούν το Αιγαίο πέλαγος συμπεριλαμβάνουν χάρτες της Πάρου, με παραλλαγές στην αποτύπωση και στη χάραξη και όλα με μικρά επεξηγηματικά κείμενα για το νησί. Στα 1563 όμως, κυκλοφόρησε το χρονικό του ταξιδιού του Γάλλου γεωγράφου Ν. Νicolay, ο οποίος ήταν μέλος της συνοδείας του Γάλλου πρέσβη στην πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το έργο αυτό περιείχε εξήντα πίνακες με ανθρώπινους τύπους, ανάμεσα στους οποίους η “Νεαρή γυναίκα της Πάρου” έμελλε να γίνει η πρώτη γνωστή μας εικόνα για φορεσιά γυναικών της νήσου. Ο πίνακας αυτός αντιγράφηκε και κυκλοφόρησε σε πάμπολλες παραλλαγές σε παρεμφερή ταξιδιωτικά βιβλία ως τα τέλη σχεδόν του 18ου αιώνα.
Περίπου έναν αιώνα αργότερα, στα 1670, όταν ο Γάλλος πρέσβης στην Υψηλή Πύλη, ο μαρκήσιος De Nointel, πέρασε από την Πάρο ταξιδεύοντας προς την Κωνσταντινούπολη, θα είναι ο πρώτος που θα επισκεφτεί σε βάθος το σπήλαιο της Αντιπάρου. Εντυπωσιάστηκε τόσο από τον χώρο, ώστε θέλησε να γιορτάσει τα Χριστούγεννα μέσα στο σπήλαιο! Η συνοδεία του και οι κάτοικοι των νησιών κινητοποιήθηκαν για να στολίσουν και να φωτίσουν τους σταλακτίτες και σταλαγμίτες, ενώ μια επιγραφή που χαράχτηκε στην είσοδο θύμιζε πλέον το γεγονός. Έκτοτε η επίσκεψη των ξένων ταξιδιωτών στο σπήλαιο της Αντιπάρου και η απεικόνισή του έγινε ένα προσφιλές θέμα που το συναντάμε σε αρκετά ταξιδιωτικά χρονικά έως και τον 19ο αιώνα.
Όμως το ρηξικέλευθο έργο (1717) του διάσημου στα χρόνια του Γάλλου γιατρού και βοτανολόγου J. Pitton de Tournefort, μας παραδίδει, όπως και για τα άλλα νησιά του Αιγαίου, την πρώτη επιστημονικά συγκροτημένη παρουσίαση του νησιού: ιστορία, οικονομία, καλλιέργειες, προϊόντα, αρχαιότητες, λατομεία, μοναστήρια, οι άνθρωποι καθώς και μικροσυμβάντα αλλά και όλα τα αξιοθέατα. Οι πληροφορίες αυτές του Tournefort –σαν πανόραμα του αρχαίου κόσμου και αναλυτική παρουσίαση της νεότερης ελληνικής κοινωνίας– χρησιμοποιήθηκαν και αντιγράφηκαν και από πολλούς μεταγενέστερους περιηγητές. Από τον 18ο αιώνα κυρίως, αλλά και μετέπειτα έχουμε αρκετά αποσπάσματα από χρονικά περιηγητών που αναφέρονται στην Πάρο. Οι Ευρωπαίοι ταξιδιώτες περιγράφουν την δημογραφική κατάσταση και την παραγωγή προϊόντων της νήσου, συναντούν πρόσωπα -όπως τον Μαυρογένη, ο οποίος είχε πρωτεύοντα ρόλο στα τεκταινόμενα της νήσου- αναφέρονται στα έθιμα και είναι αξιοσημείωτο ότι παραδίδουν λεπτομέρειες για τους χορούς και το πόσο σημαντικοί είναι στην ζωή των νησιωτών. Ειδικά ο Γάλλος ευπατρίδης M.G.F.A. comte de Choiseul-Gouffier –που το τρίτομο βιβλίο του εκφράζει το αρχαιόφιλο πνεύμα της εποχής του αλλά και το πρωτοεμφανιζόμενο φιλελληνικό ρεύμα- αφιερώνει και ένα από τα περίφημα χαρακτικά του στην απεικόνιση Παριανών που χορεύουν. Η εικόνα αυτή αντιγράφηκε και κυκλοφόρησε ευρέως και σε πολλές άλλες εκδόσεις.
Οι περισσότεροι ταξιδιώτες αναφέρονται στα σπαράγματα αναγλύφων και αρχιτεκτονικών μελών που συναντούν να βρίσκονται ενσωματωμένα σε σπίτια και άλλα κτίρια, αλλά όλοι τους σχεδόν επικεντρώνονται στην “παρία λίθο”, αναφερόμενοι σε αυτήν πάντα μέσα από τις γνώσεις τους σύμφωνα με τις πηγές της αρχαίας ελληνικής και λατινικής γραμματείας. Οι λιγοστές επισκέψεις στα ίδια τα λατομεία πραγματοποιούνται κυρίως από περιηγητές με αρχαιογνωστικά ή φυσιογνωστικά ενδιαφέροντα. Για τους ξένους επισκέπτες τα λατομεία είναι ένας μυθικός χώρος, η μήτρα που έδωσε το περίφημο μάρμαρο για να γεννηθούν τα αριστουργήματα της αρχαίας ελληνικής γλυπτικής. H εγκατάλειψη όμως των λατομείων και η προσδοκία για την αναβίωση της Αρχαιότητας οδηγεί ορισμένους περιηγητές, τους πιο ενθουσιώδεις –κυρίως Γάλλους– να επιθυμούν την συνέχιση της εξόρυξης. Παράλληλα η καταγραφή, αποτύπωση και λεπτομερής καταμέτρηση των αρχαιοελληνικών μνημείων –και των λατομείων της Πάρου– κυριαρχούν στο έργο των Βρετανών J. Stuart και Ν. Revett (1753). Στον Άγγλο Ed. D. Clarke (1814), χρωστάμε μια εκτενή περιγραφή των λατομείων και μια ανάλυση της σύστασης του παριανού μαρμάρου ενώ θαυμάζει την τεχνολογία των αρχαίων λατόμων. Όμως το αρχαιογνωστικό ενδιαφέρον των ξένων περιηγητών δεν περιορίζεται σε απλό θαυμασμό, φρόντιζαν πάντα να αποκτήσουν και οι ίδιοι κάποιες αρχαιότητες, είτε για εμπλουτισμό της δικής τους συλλογής, είτε για να τα δωρίσουν σε ηγεμόνες, είτε για να τις μεταπουλήσουν.
Από τα τέλη του 18ου αιώνα και τον 19ο αιώνα, όταν πλέον η Πάρος ανήκει στο Ελληνικό Κράτος επισκέπτονται την Πάρο και ζωγράφοι-τοπιογράφοι οι οποίοι δημιούργησαν έργα που δεν συνοδεύονται από επεξηγηματικά κείμενα αλλά έμειναν να φυλάσσονται σήμερα σε βιβλιοθήκες και μουσεία σαν σχέδια, ελαιογραφίες ή υδατογραφίες. Σε αυτούς τους πίνακες αναδεικνύονται με ιδιαίτερη ευαισθησία το τοπίο, η πόλη της Παροικιάς ή χαρακτηριστικά αξιοθέατα. Τον 20ο αιώνα οι ξένοι επισκέπτες συνδυάζουν στα ταξιδιωτικά τους χρονικά φωτογραφίες, σχέδια, χαρακτικά και πίνακες. Ο σπουδαίος Ελβετός φωτογράφος Fr. Boissonnas (1919) κατάφερε στις λήψεις του να συνενώσει την ομορφιά του τοπίου, τα μνημεία και λεπτομέρειες του χώρου. Τέλος, τόσο το χρονικό όσο και το εικαστικό υλικό (ξυλογραφίες, έγχρωμες αναπαραγωγές ακουαρέλας και φωτογραφίες) που συνοδεύει το κείμενο του Ιταλού Fr. Perilla (1935) αποδίδουν την καλλιτεχνική του ευαισθησία, καθώς και τον ενθουσιασμό και την αγάπη του και για την Πάρο.
Στο μακρύ αυτό, σχεδόν πέντε αιώνων διάστημα, στα ταξιδιωτικά χρονικά και στο εικονογραφικό υλικό που συνοδεύει τα κείμενα αυτά των Δυτικοευρωπαίων περιηγητών, προβάλλεται το πως η Ευρώπη “έβλεπε”, αντιμετώπιζε, επιθυμούσε ή διεκδικούσε με την μνήμη, το όραμα αλλά και με σκοπιμότητες ή υλική ωφέλεια τον ελληνικό χώρο. Στα έργα αυτά λοιπόν “διαβάζουμε” το πως και η Πάρος -όπως και άλλοι προορισμοί στο Αιγαίο- αποτέλεσε ένα ιστορικό κομμάτι του ελληνικού κόσμου που οι ταξιδιώτες το προσέγγισαν και το αποτύπωσαν με τη δική τους πάντα ματιά, ματιά απόλυτα ενταγμένη στο ευρύτερο πνευματικό και πολιτικό πλαίσιο της Ευρώπης απ’ όπου προέρχονταν. Πάντα όμως διακρίνουμε και την έντονη επιθυμία να ισορροπήσουν το όνειρο που είχαν για τον τόπο και την πραγματικότητα που αντίκριζαν. Αυτό δηλαδή που αναζητά, μέχρι και σήμερα, ο κάθε ταξιδιώτης.