Ο συγραφέας μαζί με την γυναίκα του Κλαιρ.
Φωτογραφία από το μακρινό 1953 στο ραφείο του Μιχάλη Κυριαζάνου ο Γιάννης Ραγκούσης (δεξιά) μαθητευόμενος ράφτης.
Η Μαρία Ναυπλιώτου αδελφή του συγραφέα που πήρε μέρος στην Αντίσταση με την ομάδα του Μανώλη Γλέζου, και μετά τον πόλεμο ίδρυσε την ομάδα αιμοδοσίας στην Πάρο που παραμένει ενεργή μέχρι σήμερα.
ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥ
– Un Enfant de Paros
Κείμενο: Alain Desauvage
Βουτιά στην Πάρο του άλλοτε
Με την ευκαιρία της έκδοσης του βιβλίου «Un Enfant de Paros» του Γιάννη Ραγκούση, ο δημοσιογράφος Alain Desauvage μας παρουσιάζει το έργο και τον συγγραφέα του.
Γνωριστήκαμε κατά τύχη. Εγώ έβγαινα· μια μικρή παρέα παρατηρούσε την πρόσοψη του σπιτιού μας, ακούγοντας τον Γιάννη πανευτυχή να μιλάει γι’ αυτόν τον τόπο της παιδικής του ηλικίας. Τους κάλεσα μέσα, αυτόν και την παρέα του, κι εκεί μας περιέγραψε το ξυλουργείο που υπήρχε εδώ κι όπου ερχόταν από το απέναντι ραφτάδικο, παραγιός τότε, να κάνει το διάλειμμά του με τον φίλο του τον Αντώνη.
Ο Γιάννης έγινε ράφτης στο Παρίσι αλλά περνά τα καλοκαίρια του στην Πάρο. Ακούγοντάς τον να ξετυλίγει τις αναμνήσεις του τα βράδια στην παραλία, οι γαλλόφωνοι φίλοι του τον ενθάρρυναν να γράψει την ιστορία του. Και το έκανε, με τη βοήθεια της γυναίκας του, της Κλαιρ. ‘Έτσι βγήκε ένα μικρό βιβλίο όπου διηγείται την παιδική του ηλικία και απαντά με απόλυτη ακρίβεια στο ερώτημα «πώς ήταν παλιά;».
Παλιά λοιπόν το 1947 η Παροικιά ήταν το βασίλειο του Γιάννη, έξι χρονών τότε: «Φανταστείτε τους εμπόρους να στριμώχνονται στα σοκάκια πάνω στα γαϊδουράκια τους, τον γαλατά, τον μανάβη κι αυτόν που πουλούσε ξύλα για το μαγείρεμα… το καλοκαίρι ήταν οι γύφτοι που πουλούσαν χαλιά, κόσκινα, μπάλωναν τα στρώματα, επισκεύαζαν τις καρέκλες, ακόνιζαν τα μαχαίρια ενώ τα παιδιά πάντα έπαιζαν… και μέσα σε όλον αυτό τον μικρόκοσμο, οι γάτες κι οι κότες».
Ο κόσμος όμως αυτός έμελλε να περάσει δύσκολα χρόνια. Ο μικρός Γιάννης έζησε με τους γονείς και τ ’αδέρφια του την ιταλική και μετά τη γερμανική κατοχή. Έχει διατηρήσει τα πάντα στη μνήμη του και καταγράφει πώς η ήδη σκληρή ζωή τους θα γινόταν ακόμα σκληρότερη. Τα συσσίτια, οι βομβαρδισμοί των Άγγλων στο λιμάνι που στόχευαν τα γερμανικά πλοία. Στις 14 Ιανουαρίου 1944 όμως αστοχούν και μία οβίδα πέφτει στα κελιά της Εκατονταπυλιανής όπου λειτουργούσε τότε το σχολείο, σκοτώνοντας τη δασκάλα και δύο μαθητές.
Στις 17 Μαΐου μία συμμαχική αντιστασιακή ομάδα στην οποία συμμετέχει κι ο Νικόλαος Στέλλας πραγματοποιεί μια επιχείρηση στο γερμανικό αεροδρόμιο στον Γαληό. Ο Γιάννης διηγείται πώς η απόπειρα ανατράπηκε και πώς κατέληξε στη σύλληψη μόνου του νεαρού Στέλλα που θα εκτελεστεί πέντε μέρες αργότερα. Και συνεχίζει με την ωραία ιστορία του ηγούμενου της Μονής Λογγοβάρδας, Φιλόθεου Ζερβάκου, που πέτυχε χάρη για τους 125 ομήρους από τον Γερμανό διοικητή Georg von Merenberg που σκόπευε να τους εκτελέσει σε αντίποινα για τους δύο γερμανούς στρατιώτες που είχαν σκοτωθεί κατά τη διάρκεια της απόπειρας.
Σε κάποιες σελίδες του βιβλίου αποτίει φόρο τιμής στην αδερφή του Μαρία Ναυπλιώτου που πήρε μέρος στην Αντίσταση με την ομάδα του Μανώλη Γλέζου, του ανθρώπου που κατέβασε τη ναζιστική σημαία από την Ακρόπολη. Μετά τον πόλεμο η Μαρία ίδρυσε την ομάδα αιμοδοσίας στην Πάρο που παραμένει ενεργή μέχρι σήμερα.
Όπως και σε όλη την Ελλάδα, τα ταραγμένα χρόνια θα συνεχιστούν παρά το τέλος της κατοχής. Ο Γιάννης περιγράφει το τοξικό κλίμα του εμφυλίου: «Στην Πάρο δεν γίνονται οδομαχίες αλλά ξεκαθάρισμα λογαριασμών». Δωσίλογοι και καταδότες αποθρασύνονται και ο πατέρας του Γιάννη συλλαμβάνεται. Για το μικρό αγόρι και τη μητέρα του είναι τρομερό: πώς να θρέψει την οικογένεια χωρίς τον πατέρα, τον θαρραλέο αυτόν ψαρά. Παρακολουθούμε τις συνέπειες στην καθημερινότητα της βάναυσης αυτής εποχής. Η Ιστορία δεν είναι φτιαγμένη μόνο από τα μεγάλα γεγονότα.
Αλλά, πολύ γρήγορα, το βιβλίο επανέρχεται ακριβώς σ’ αυτές τις περιγραφές της καθημερινότητας ενός φτωχού αλλά περήφανου νησιού. Είναι γεμάτο από ανέκδοτα που φωτίζουν τη ζωή ενός παιδιού στην Πάρο, που μεγαλώνει νωρίς και λαχταρά την ελευθερία του. Ο Γιάννης θυμάται τα πάντα με λεπτομέρειες. «Όταν αποφάσισα να γράψω αυτό το βιβλίο, ξεκίνησα να γεμίζω κάθε πρωί δύο-τρεις σελίδες ενός σχολικού τετραδίου στα ελληνικά. Μετά τις διάβαζα στη γυναίκα μου, την Κλαιρ, που τις μετάφραζε κατευθείαν στα γαλλικά γράφοντας στον υπολογιστή». Το αποτέλεσμα είναι απολαυστικό, ένας πίνακας ζωγραφικός αυτής της άλλης Πάρου που ονειρεύονται μερικές φορές οι τουρίστες.
Αλλά ό Γιάννης δεν είναι ένας ονειροπόλος που αναπολεί μία φτωχή και γραφική Πάρο. Μπορεί να κατανοήσει την Πάρο του σήμερα και ομολογεί «εντυπωσιασμένος κι ευτυχής για την εξέλιξη του νησιού όπου η ζωή των παιδιών είναι οργανωμένη από την πιο νεαρή ηλικία με παιδικούς σταθμούς, δημοτικά, γυμνάσια και λύκεια. Κάτι που επιτρέπει στις μητέρες να εργάζονται!» Και προσθέτει με χιούμορ: «Μπορούν μάλιστα να παραγγείλουν φαγητό με ντελίβερι. Μια μικρή επανάσταση στην καθημερινή ζωή των γυναικών!» Χαιρετίζει «τον Δήμο και την Εκκλησία που ασκούν μια κοινωνική πολιτική στήριξης των ηλικιωμένων και όσων έχουν ανάγκη. Υπάρχει μάλιστα και δωρεάν δημοτική συγκοινωνία που διευκολύνει τις μετακινήσεις των κατοίκων της Παροικιάς. Υπάρχει το Κέντρο Υγείας και αρκετά ιδιωτικά ιατρεία. Χωρίς να ξεχνάμε και την Αιμοδοσία που είναι ιδιαίτερα δυναμική στην Πάρο».
Από την άλλη όμως ο Γιάννης ανησυχεί για την κατάσταση στο νησί το καλοκαίρι «με την ανεξέλεγκτη εισροή τουριστών, την κυκλοφοριακή συμφόρηση, την κατάληψη των παραλιών, την προοδευτική απώλεια όλων αυτών των στοιχείων που αποτελούσαν τη γοητεία της Πάρου». «Νοσταλγώ τη δική μου αγορά, εκεί που απρόσωπες μπουτίκ έχουν αντικαταστήσει τα παλιά μπακάλικα και τα εργαστήρια, αν και συνειδητοποιώ από την άλλη τα πλεονεκτήματα του τουρισμού για τους κατοίκους που έχουν πλέον τη δυνατότητα να ζήσουν αξιοπρεπώς με την οικογένειά τους στην Πάρο».
Για να γνωρίστε την Πάρο του άλλοτε, τίποτα καλύτερο από το να διαβάσετε αυτό το συναρπαστικό βιβλίο γραμμένο στα γαλλικά που αποτελεί την οδύσσεια ενός Έλληνα που γεννήθηκε την περίοδο της Κατοχής και έζησε στη συνέχεια τον εμφύλιο, την αστυφιλία και τη μετανάστευση!