Στέλιος Γκίκας
Συνέντευξη: Αυγή Καλογιάννη | Φωτογραφίες: Βαγγέλης Φραγκάκης
Ο αγγειοπλάστης στο βουνό
Γραφίστας, αγγειοπλάστης, πρόεδρος του Πολιτιστικού Συλλόγου της Πάρου «Αρχίλοχος». Σχετικά με αυτές τις τρεις ιδιότητες «ανέκρινα» τον Στέλιο Γκίκα ένα πρωινό του Μάη που ανηφόρισα εκεί πάνω από τον Κώστο, στο παρατηρητήριό του, ακολουθώντας την ταμπέλα Yria Ceramics. Βρέθηκα μπροστά σε ένα συγκρότημα λιτό και καλαίσθητο: Το Μαγαζί, ο χώρος έκθεσης και πώλησης των κεραμικών, το κλειστό Herbarium και το Εργαστήριο. Την προσοχή μου τράβηξαν η κόκκινη τσουλήθρα της Δήμητρας Χανιώτη με τίτλο «Αμφιβολία» που είχα δει μόνο σε φωτογραφίες και τα μαρμάρινα γλυπτά του Ingbert Brunk.
Γκίκας γραφίστας
Σπούδασα Γραφιστική στη Σχολή Δοξιάδη, όπου έκανα και σχέδιο κάτι που ανέπτυξα αργότερα μόνος μου. Έχω σχεδιάσει με μολύβι τοπία, ξωκλήσια και μονοπάτια της Πάρου. Ελεύθερο σχέδιο έκανα και στη σχολή κεραμικής στην Ιταλία. Η γραφιστική με βοήθησε πολύ στη σχεδίαση της κεραμικής, στην ένταξη ενός σχεδίου σε μια φόρμα ή στην αναζήτηση των θεμάτων. Εξάσκησα αρχικά το επάγγελμα του γραφίστα με τον καθηγητή μου από τη σχολή Δοξιάδη, χαράκτη Τάκη Κατσουλίδη, στο ΜΙΕΤ (Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης). Μετά όμως είδα ότι δεν μου έκανε η Αθήνα. Είμαι γεννημένος στην Πάρο, στην Παροικιά εκεί που σήμερα είναι το μαγαζί YRIA CERAMICS. Στον στρατό αποφάσισα να αλλάξω κατεύθυνση με την παρότρυνση ενός φιλότεχνου αξιωματικού μου. Με τη βοήθεια του Μυταρά, o οποίος είχε έναν φίλο, τον Πάνο Τσολάκο, καθηγητή στη Faenza κατάφερα να μπω στη σχολή, πράγμα όχι εύκολο, κι εκεί σπούδασα σχέδιο και τεχνολογία της κεραμικής. Και ήρθα στην Πάρο.
Γκίκας αγγειοπλάστης
Ξεκνήσαμε το εργαστήριο στην Παροικιά το 1977 μαζί με τη σύζυγό μου επίσης κεραμίστρια με σπουδές στην Αμερική. Αρχικά σε ένα στενάκι, μετά για περισσότερο χώρο σε ένα νεοκλασικό, απέναντι από το Aegean School of Fine Arts, αλλά πάλι κι εκεί δεν μας έφτανε ο χώρος. Γίναμε κάπως περιπλανώμενοι και τελικά η αντιμετώπιση που είχαμε εισπράξει, μας οδήγησε προς το βουνό. Στον ελλαδικό χώρο αυτές οι ενασχολήσεις και χειροτεχνίες είχαν μια άλλη αντιμετώπιση, δεν ήταν αυτό που συναντάμε γενικά στο εξωτερικό. Είχαν ενδιαφέρον οι παρατηρήσεις του τύπου «πώς θα επιβιώσουν τα παιδιά αυτά;» Και βέβαια στη διαδρομή φάνηκε ότι αυτό που κάναμε ήταν βιώσιμο και είχε ενδιαφέρον αλλά πιο πολύ για τον επισκέπτη, ο οποίος τελικά ανακαλύπτει αυτό τον χώρο ακόμα κι εδώ στο βουνό. Αποδείχθηκε επίσης ότι παρά τις προσπάθειες μας επί 40 χρόνια, δεν καταφέραμε να εξελιχθούμε σε ένα εργαστήριο με εργαζομένους. Τα παιδιά δεν ενδιαφέρονται να δημιουργήσουν κάτι με το χέρι και βέβαια αυτό έχει να κάνει με την εκπαίδευση.
Την εποχή του ’60 και του’70 τα παιδιά πηγαίναμε στα εργαστήρια, στα μαραγκούδικα, μαρμαράδικα, στα τσαγκαράδικα, στα ραφτάδικα και κάναμε θελήματα και μαθαίναμε την τέχνη. Εγώ δεν έχω καταφέρει να έχω παιδιά να μάθουν την τέχνη, έρχονται, πληρώνονται, ασφαλίζονται και τελικά φεύγουν. Προτιμούν να κάνουν ντελίβερι ή να σερβίρουν καφέδες.
Η επιλογή του χώρου δηλώνει και μια αποστασιοποίηση αν και εμείς σαν οικογένεια είμαστε πάντοτε μέσα σε αυτό που συμβαίνει στο νησί. Ο ένας μου αδελφός, ο Γιάννης, έχει κάνει τη βιβλιοθήκη, ο άλλος έχει στήσει τον ΝΟΠ (Ναυτικός Όμιλος Πάρου).
Πρέπει επίσης να πω ότι εμπνευστές αυτού του χώρου είναι δύο μεγάλες προσωπικότητες, δύο χαρισματικοί άνθρωποι που έχουν φύγει πια από τη ζωή, ο αγγειοπλάστης Γιάννης Κυδωνιέας και η σύζυγος του Βιργινία Φοίφα, απόφοιτος της Σχολής Καλών Τεχνών.
Ο Γιάννης Κυδωνιέας ήταν φίλος με τον πατέρα μου και πάντοτε τον θαύμαζα. Ήταν ένας μύθος για μένα ο κυρ Γιάννης με την κυρία Βιργινία…. Πολύ προχωρημένοι άνθρωποι για την εποχή τους, με αναζητήσεις, από την πλευρά του Γιάννη Κυδωνιέα, πάνω στην τεχνολογία της κεραμικής. Ήταν συγκινητικό ότι ερχόντουσαν στην Παροικιά να μας δούνε και πηγαίναμε κι εμείς στις Λεύκες να τους δούμε και πίναμε και κανένα ουζάκι. Υπήρχε τότε μια επικοινωνία που δεν συναντάται σήμερα. Λένε για τους παλιούς ότι δεν μεταφέρουν την πληροφορία, δεν νομίζω ότι είναι έτσι, απλά δεν υπάρχει το έδαφος που θα τη δεχτεί. Ήταν πολύ ανοιχτοί οι άνθρωποι αυτοί και φυσιογνωμίες πολύ ιδιαίτερες. Είχαν κι αυτοί πολλές μετακινήσεις και δεν τους δέχτηκε ο χώρος. Θελήσαμε να κάνουμε μια εκδήλωση για αυτούς τους ανθρώπους στον Αρχίλοχο αλλά δεν τα καταφέραμε, τώρα ελπίζω ότι θα την κάνουμε στις Λεύκες. Στον χώρο που βρισκόμαστε έρχονται φίλοι και κάνουν εκθέσεις, έχουμε και μια μόνιμη του γλύπτη Ingbert Brunk που ζει στη Νάξο από μαρμάρινα αντικείμενα. Στο Herbarium φιλοδοξούσαμε να αποξηραίνουμε βότανα της Πάρου, δεν λειτούργησε όμως ποτέ γιατί δεν βρέθηκαν άνθρωποι να μαζεύουν τα βότανα.
Στην κεραμική με ενδιαφέρει το λειτουργικό μέρος του αντικειμένου. Κανω λειτουργικά σκεύη όχι σουβενίρ. Ο συγγραφέας Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος σε ενα συνέδριο στη Σκιάθο είχε κάνει αναφορά, στις παπάρες, τα βουτήματα του Παπαδιαμάντη στις σάλτσες. Έτσι εγώ δημιούργησα αυτό το πιάτο που είναι επικλινές για να μαζεύει τη σάλτσα και να τρως όση σάλτσα θέλεις. Είναι ντουμπλ φας. Ή αυτό το σκεύος για να σερβίρεις σαλιγκάρια ή γαρίδες και να βάζεις τα τσόφλια. Μου κάνει εντύπωση ότι στα φεστιβάλ τοπικής γαστρονομίας δεν χρησιμοποιούν ντόπια σκεύη όπως αυτά που κάνουν οι Σιφνιοί. Ο Παπαδημητρακόπουλος και η γυναίκα του Νιόβη είναι συγκλονιστικοί άνθρωποι. Ήρθαν στην Πάρο και δημιούργησαν.
Γκίκας πρόεδρος του Αρχίλοχου
Ο Αρχίλοχος πιο πολύ κάνει διεκπεραίωση των εκδηλώσεων του Δήμου. Αφού ο Δήμος δεν έχει αίθουσα εκδηλώσεων. Η Πολτεία δεν φρόντισε για αυτό. Ένα κλειστό γυμναστήριο είναι μέσα στις επιλογές της Τοπικής Αυτοδιοίκησης κι ένα δεύτερο ενδεχομένως, όταν ο βίος στην Ελλάδα είναι υπαίθριος ειδικά στα νησιά. Ένας χώρος πολιτισμού δεν είναι. Κάναμε μια προσπάθεια με τη σειρά διαλέξεων «το ευ του χι» να αναδείξουμε ανθρώπους που κάνουν ενδιαφέροντα πράγματα. Όπως ο Γιώργος Ανουσάκης που ασχολείται με τα σπήλαια της Πάρου ή ο Δενδρινός Γιάννης, ζωγράφος, που είναι οικοδόμος, ο οποίος είχε κάνει πέρυσι εξώφυλλο στην Athens voice. Στην εποχή μας αυτοί που επιβιώνουν είναι οι μέτριοι ενώ αυτοί που είναι αξιόλογοι βρίσκονται στο περιθώριο. Υπάρχει αυτή η ανάγκη της πληροφόρησης, της επικοινωνίας. Βλέπουμε ανθρώπους που χρησιμοποιούν τον σύλλογο αλλά ο σύλλογος δεν τους ενδιαφέρει σαν ύπαρξη, σαν συμμετοχή. Ο κόσμος είναι βολεμένος, δεν έχει ανάγκη τον Αρχίλοχο να του πει τι συμβαίνει. Έχει την τηλεόραση. Έχουμε τις προβολές ταινιών αλλά και αυτές αντιμετωπίζονται χλιαρά από την τοπική κοινωνία. Οι εκπαιδευτικοί ενδιαφέρονται πιο πολύ.
Ο Δήμος ενοικιάζει τον χώρο που στεγάζεται ο σύλλογος. Τα κτίρια αυτά του 19ου αιώνα έπρεπε να ανήκουν στον Δήμο. Το μπροστινό ήταν παλιά discotheque, η Splash, το άλλο είναι η έδρα του Αρχίλοχου και το τρίτο ήταν κάποτε η Ηλεκτρική Εταιρεία. Το τελευταίο αγοράστηκε πρόσφατα από έναν ξένο επιχειρηματία που σκοπεύει να πάρει και το κτίριο του Αρχίλοχου. Καλό αυτό, μας βάζει σε μια διεργασία αλλά βλέπουμε ότι το ενδιαφέρον έρχεται από το εξωτερικό.
Αυτό που κάνει ο Αρχίλοχος θα μπορούσε να γίνει και έξω από αυτή τη στέγη. Σε έναν δημόσιο χώρο, σε έναν λόφο όπου θα μπορούν να συμβούν πράγματα όπως είναι το Πάρκο του Άι Γιάννη του Δέτη που έχει τόσο ενδιαφέρον και λειτουργεί. Και είναι ένα παράδειγμα προς μίμηση. Όταν ξεκίνησε ο Αρχίλοχος δεν είχε δική του στέγη. Θα μου άρεσε να δημιουργηθεί ένας τέτοιος χώρος έξω από την πόλη, σε μέρη που δεν έχουν προσβληθεί ούτε από τη δόμηση, ούτε από τα αυτοκίνητα. Δεν υπάρχει πολιτεία να στηρίξει ένα τέτοιο σχέδιο ενώ η Τοπική Αυτοδιοίκηση ανέκαθεν είχε ανθρώπους να ασχολούνται με τον πολιτισμό που δεν έχουν σχέση με το αντικείμενο.