Η Μάρθα Μαυροειδή σπούδασε σάζι με τον Περικλή Παπαπετρόπουλο, Βυζαντινή μουσική με τον Ιωάννη Αρβανίτη, Βουλγάρικο τραγούδι με την Dessislava Stefanova, την Galina Durmushlyiska, και την Tzvetanka Varimezova και φωνητική με τον Γιώργο Σαμαρτζή. Έχει σπουδάσει Μουσικολογία στην Αθήνα, Εθνομουσικολογία σε Λονδίνο και Λος Άντζελες, και Σύγχρονη Μουσική στο Άμστερνταμ. Συντονίζει το εργαστήρι φωνητικού συνόλου The Happy Hour Choir, και διευθύνει τη Χορωδία Παραδοσιακής Μουσικής “Η Ροδιά” στο Εθνικό Ωδείο Χολαργού. Είναι καλλιτεχνική διευθύντρια του Tinos World Music Festival.
Ο Σπύρος Μπάλιος παρακολούθησε μαθήματα κλασσικού βιολιού στο Ωδείο “Νίκος Σκαλκώτας” με δάσκαλο τον Νίκο Χαλιάσα, και μαθήτευσε παραδοσιακό βιολί με τον Νίκο Οικονομίδη και τον Στάθη Κουκουλάρη. Είναι ιδρυτής της μουσικής ομάδας DelaParo, με έδρα την Πάρο, καθώς και της μουσικής ομάδας Sofrano με θαλασσινό ρεπερτόριο από το Αιγαίο, μαζί με τον Βαγγέλη Καρίπη, την Διονυσία Παππούλη, τη Μάρθα Μαυροειδή, τη Μαρία Πλουμή, και τον Γιώργο Βεντουρή.
Μάρθα Μαυροειδή
& Σπύρος Μπάλιος
Συνέντευξη: Μάρω Βούλγαρη | Φωτογραφίες: Σπύρος Μπάλιος
Ας τραγουδήσω κι ας χαρώ…
Μια συζήτηση με τους μουσικούς Μάρθα Μαυροειδή και Σπύρο Μπάλιο για την παραδοσιακή μουσική σήμερα, το σύγχρονο ελληνικό γλέντι, τα πανηγύρια, το παρόν και το μέλλον της μουσικής μας παράδοσης.
Πώς θα μπορούσαμε να ορίσουμε την παραδοσιακή μουσική σήμερα; Tι είναι παραδοσιακό;
Σπύρος Μπάλιος: Έχω καταλήξει ότι η μουσική είναι μία, οι νότες επτά κι όλα τα άλλα είναι έκφραση. Για την παραδοσιακή μουσική λέμε συνήθως ότι αυτή προέρχεται από κάποιον γεωγραφικό προσδιορισμό. Σίγουρα όμως πάνω σ’ αυτό συμβαίνουν και διάφορες στρεβλώσεις. Όπως είπε κάποτε ο Τζίμης Πανούσης, η παραδοσιακή μουσική δεν είναι αυτό που πήραμε από τους παππούδες μας αλλά αυτό που θ’ αφήσουμε στα εγγόνια μας.
Μάρθα Μαυροειδή: Είναι η διαφορά μεταξύ πολιτιστικής κληρονομιάς και παράδοσης. Η παράδοση είναι κάτι που το παίρνεις και το παραδίδεις αλλά και μέσα σ’ αυτή τη διαδικασία το ανανεώνεις. Και συνήθως είναι κάτι λαϊκό. Για το πόσο θα επέμβει κανείς έχει να κάνει με το είδος των ανθρώπων που τη διαχειρίζονται. Άλλοι είναι πιο συντηρητικοί, άλλοι πιο ελεύθεροι…
Εσείς θέλετε να υπάρχει ένας άξονας με κανόνες ώστε πάνω σ’ αυτόν να μπορείτε να είστε όσο αιρετικοί θέλετε;
Σπύρος: Για να κριθεί κάτι ως ελεύθερο σαφώς θα πρέπει να υπάρχει και το άλλο που το συγκρίνεις. Η μουσική από την ίδια της τη δομή εμπεριέχει κανόνες.
Μάρθα: Μόνο που στην παραδοσιακή μουσική είναι άγραφοι ενώ στην κλασική μουσική οι κανόνες είναι πολύ πιο αμετακίνητοι. Είναι γραπτοί.
Έχετε παλιούς οργανοπαίκτες ως πρότυπα που τους ακούτε πάντα με ενδιαφέρον ή τους ακούγατε όταν ξεκινήσατε;
Σπύρος: Στο βιολί, που είναι το δικό μου όργανο, είναι ο Στάθης Κουκουλάρης. Ένας μεγάλος δεξιοτέχνης του οργάνου στην παραδοσιακή μουσική. Νομίζω όμως πως όλους τους παλιούς τους θαυμάζω. Πολλοί μάλιστα, από αυτούς δεν είναι στη ζωή. Εξάλλου, αν βρεις ένα κομμάτι που έχει ενδιαφέρον για το όργανο, θα κάτσεις να το ακούσεις με όλους τους μεγάλους που το έχουν παίξει.
Τα νησιά είναι τόποι ανοιχτοί με γιορτές υπαίθριες και πανηγύρια. Μπορεί η μουσική να διατηρεί την ποιότητά της σε χώρους τόσο ανοιχτούς και μαζικούς;
Σπύρος: Ας σκεφτούμε ότι παλαιότερα δεν υπήρχαν μηχανήματα και μικρόφωνα, και δεν ήταν πολύ μεγάλα αυτά τα πράγματα. Όλα αυτά λοιπόν ήταν πολύ μικρότερης κλίμακας. Έχω την τύχη να έχω κάνει και τέτοια παλαιικά, χωρίς ρεύμα με λίγους ανθρώπους. Δεν υπάρχει σύγκριση. Πιο ωραία είναι να παίζεις σκέτα. Σήμερα, πάλι, για να μπορέσει κανείς ν’ απολαύσει τη μουσική σε ανοιχτούς χώρους πρέπει να υπάρχει κάτι πολύ στοιχειώδες: o σεβασμός στον άλλο άνθρωπο -ούτε καν στην ίδια τη μουσική. Και βασικά πρέπει να ξέρουμε όλοι γιατί έχουμε πάει εκεί. Η αλήθεια, εν τέλει, είναι ότι το γλέντι το φτιάχνει ο κόσμος…
Μάρθα: Kαι στο τραγούδι, επίσης, αυτό είναι αξεπέραστο. Μπορεί εξάλλου να έχεις πέντε άτομα από κάτω και να είναι πάρα πολύ προσηλωμένα ή πολύ περισσότερο κόσμο και να είναι αδιάφοροι. Έχει να κάνει με τη δυναμική της ομάδας. Η μουσική είναι πέρα- δώθε. Πρέπει να παίρνεις ενέργεια από κάτω.
Και η ορχήστρα; Δεν χρειάζεται να τη δένει μια κάποια χημεία; Nα έχουν “κοινές ώρες πτήσης” οι μουσικοί;
Σπύρος: Πιο πολύ χρειάζεται να κοιτούν προς την ίσια κατεύθυνση νομίζω. Και να σέβονται από κοινού το είδος που υπηρετούν. Όταν κοιτάμε προς την ίδια κατεύθυνση δεν χρειάζονται καν “ώρες πτήσης”. Περισσότερο χρειάζεται ομαδική συνείδηση δηλαδή διαχείριση του “εγώ”. Αν πάντως υπάρξουν ανταγωνισμοί ή εγωισμοί στην ομάδα, τότε θα πρέπει να διαλυθεί έγκαιρα. Πολύ συχνά όμως αυτό που βλέπει το κοινό δεν είναι ομάδα. Είναι αυτό που λέμε session, μουσικοί που έχουν συμπαραταχτεί για μια συγκεκριμένη βραδιά ή μια συγκεκριμένη δουλειά. Εκεί μπορεί κανείς να δει πολλά παράταιρα αλλά σίγουρα δεν θα πρόκειται για ομάδα…
Μάρθα: H φωνή κάνει περισσότερο γκελ στον ακροατή γι’ αυτό πολλοί πιστεύουν ότι παίρνει τη δόξα. Έχει όμως πραγματικά να κάνει με την προσωπικότητα. Μπορεί κάποιος με όχι τόσο προνομιακό ρόλο να κλέψει την παράσταση. Το θέμα βέβαια δεν είναι ποιος θα εκπέμψει περισσότερη λάμψη αλλά ποιος θα επικοινωνήσει καλύτερα αυτά που θέλει να δώσει το σχήμα.
Τι γνώμη έχετε για τα σχήματα που “πειράζουν“ την παραδοσιακή μουσική; Όπως για παράδειγμα οι VIC και οι Mode Plagal που κάνουν ροκ χτυπήματα μέσα σε παραδοσιακές φόρμες;
Mάρθα: Εγώ το έχω κάνει. Έχει να κάνει με την αισθητική του καθενός. Δεν είναι λίγα τα σχήματα που συνδυάζουν παραδοσιακή μουσική με σύγχρονη. Συμβαίνει αρκετά στην Ελλάδα.
Σπύρος: Το θέμα είναι να δώσεις αφορμή σ’ ένα κοινό που δεν άκουγε ποτέ ένα είδος να το γνωρίσει μέσα από ένα τέτοιο ερέθισμα και μετά ν΄αναζητήσουν και το original. Πολλοί λίγοι θα το κάνουν αλλά κάποιοι θα το κάνουν. Από την άλλη είναι της μόδας αυτά τα mix αλλά κατά τη γνώμη μου δεν είναι δημιουργία. Επίσης, αποδεικνύεται ότι υπάρχει έλλειψη πρωτογενούς υλικού αλλά και ότι δεν υπάρχουν κανάλια να διοχετευτεί, γιατί αυτός ο χώρος δεν είναι πολύ υγιής στην Ελλάδα.
Μπορεί η παραδοσιακή μουσική και να στιχογραφείται και να δισκογραφείται εκ νέου; Μπορούν να υπάρξουν καινούρια “παραδοσιακά” τραγούδια;
Mάρθα: Ναι, υπάρχουν κομμάτια που έχουν γραφτεί τη δεκαετία του ‘70. Σε σχέση με τα τραγούδια που δημιουργήθηκαν τον 17o αιώνα όντως είναι πολύ φρέσκα. Κι όμως έχουν περάσει στο ρεπερτόριο. Έτσι εξελίσσεται η παράδοση. Όταν ένα κομμάτι έχει τέτοια λαϊκή απήχηση που να μπορεί να μπει μέσα στο ρεπερτόριο της παραδοσιακής μουσικής.
Σπύρος: Γίνεται public domain. Nαι, μπορεί σήμερα να γραφτεί ένα νησιώτικο τραγούδι, αλλά όχι στην πόλη. Kάθε φορά που γράφεται ένα κομμάτι είναι σαν να “απορροφά” τους ήχους του περιβάλλοντος. Η μουσική της πόλης, η urban μουσική όπως συνηθίζουμε να λέμε, αποτυπώνει τους θορύβους της: του σκουπιδιάρικου, του ασανσέρ, της εσπρεσιέρας, της κόρνας στο δρόμο… Τα τραγούδια που γράφουμε στο νησί, αντίθετα, αποπνέουν μια ηρεμία. Για παράδειγμα η τζαζ του Γιάννη του Μπαλίκου, μυρίζει θάλασσα…Έχει ένα κύμα συνέχεια που έρχεται από πίσω… Έτσι κι αλλιώς έτσι ξεκίνησε η μουσική. Για ν’ αναπαράγουμε ό,τι ακούγαμε από τη φύση. Το περιβάλλον σου υπαγορεύει τι θα γράψεις…
Τι σας ενοχλεί στο χώρο της ψυχαγωγίας;
Σπύρος: O καθένας που είναι σ’ αυτόν τον χώρο επιλέγει να εκτεθεί μ έναν τρόπο. Θεωρεί ότι έχει ένα ταλέντο και ότι πρέπει να βγει στο πατάρι να το δώσει και στους άλλους. Συμβαίνει σε όλους τους τομείς. Απ’ την άλλη υπάρχουν και οι παραλήπτες. Πρέπει να ξέρουν γιατί έχουν πάει εκεί. Ναι, υπάρχει και πολύ κακή μουσική. Το ότι φτάνει στο κοινό όμως, ευθύνη έχουν και οι ενδιάμεσοι. Δυστυχώς τις περισσότερες φορές το κίνητρο είναι το οικονομικό. Διαλέγουν μια εμπορική μπάντα για να μαζέψουν χρήματα και κάπου εκεί στο δρόμο πάει περίπατο η ποιότητα. Δεν είναι καθόλου ποιοτικά τα κριτήρια δυστυχώς…
Σε ποιες εκδηλώσεις του νησιού σας αρέσει να σας προσκαλούν να παίζετε;
Σπύρος: Γενικώς τα πολύ μεγάλα και πολύ τουριστικά δεν είναι τα αγαπημένα μας. Δηλαδή και σαν δουλειά μας ταλαιπωρούν. Ας το δούμε ιστορικά. Τα πανηγύρια κάποτε γίνονταν σε ξωκλήσια όπου μια οικογένεια είχε την ευθύνη μιας εικόνας. Όσο τηρείται αυτή η κλίμακα, η μικρή, οι άνθρωποι είναι πιο λίγοι, πιο συνειδητοί. Ξέρουν γιατί είναι εκεί. Τηρείται ένα έθιμο. Υπάρχει ένα τελετουργικό. Σε τέτοιες εκδηλώσεις, ποτέ δεν έχουμε περάσει άσχημα. Γιατί αυτό εξυπηρετεί τη συνθήκη για την οποία φτιάχτηκε, στο χώρο που πρέπει, στη σωστή κλίμακα… Αργότερα το ανέλαβαν διάφοροι σύλλογοι. Μπήκε στη μέση και το οικονομικό κομμάτι και το πράγμα χαλάει συχνά…
Υπάρχει φυτώριο νέων μουσικών που να βλέπετε ότι καλλιτεχνικά θα συνεχίσει το δρόμο στον οποίο κινείστε εσείς;
Σπύρος: Σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, τα πράγματα είναι πολύ καλύτερα. Όταν ξεκινήσαμε εμείς να παίζουμε, 1997- 98, είχαν πεθάνει οι πιο πολλοί παλιοί και δεν υπήρχαν καινούριοι. Υπήρχε κενό γενιάς. Τώρα υπάρχει αρκετός κόσμος. Δεν είναι όλοι στον “καλό το δρόμο” θα έλεγα αλλά υπάρχει.
Μάρθα: Aν μη τι άλλο, όποιος αποφασίζει σήμερα ν’ ασχοληθεί με τη μουσική έχει όλα τα μέσα. Υπάρχουν άπειρες ηχογραφήσεις, πρόσβαση στα αρχεία κλπ. Η δικιά μας γενιά μεγάλωσε κυνηγώντας να μάθει με κασέτες. Βάζαμε το ίδιο κομμάτι εκατό φορές και φοβόμασταν μη χαλάσει η κασέτα. Τώρα βάζεις το youtube και βρίσκεις οκτακόσιες εκτελέσεις. Άφθονη πληροφορία για να κάνει κανείς τη μελέτη του κι αυτό είναι ένα πολύ μεγάλο πλεονέκτημα. Αυτή η απεριόριστη πρόσβαση σε κάνει να θέλεις να μάθεις κι άλλα, κι άλλα και τελικά έχεις καλύτερη αντίληψη του αντικειμένου σου. Εξάλλου στη μουσική εκπαίδευση δεν υπάρχουν στεγανά. Εσύ πρέπει να βρεις τον τρόπο να εκπαιδεύσεις τον εαυτό σου. Οπότε όλη αυτή η πληροφορία είναι πολύ χρήσιμη. Οι παλιοί δάσκαλοι όταν βλέπανε κανέναν πιτσιρικά, παίζανε πλάτη για να μην τους πάρουν τα μυστικά τους!
Σπύρος: Yπάρχουν ιστορίες όπου για να μάθει κάποιος να παίζει, πήγαινε στα πανηγύρια και πέταγε χαρτούρα, ξανά και ξανά για το ίδιο κομμάτι. Για να πάρει τα μυστικά του. Όπως εμείς τώρα πατάμε το play ξανά και ξανά. Εκεί το πλήρωνε όμως…
Υπάρχει ένας στίχος που ν’ αγαπάτε ιδιαίτερα από όσα κομμάτια έχετε πει;
Σπύρος: Του χρόνου να ‘μαστε καλά /και τα μποφόρια αν είν’ πολλά, / έλα και με δεκάρι /να κελαηδούνε τα βιολιά / μες της Δονούσας τα νερά / για του Σταυρού τη χάρη.
Μάρθα: Aς τραγουδήσω κι ας χαρώ / ας παίξω κι ας γελάσω / τα νιάτα δεν πουλιούνται πια / να τα ξαναγοράσω!
Καλοκαίρι 2018