
Μαρουλία Κοντού
Συνέντευξη: Ευάννα Βενάρδου | Φωτογραφία: Νίκος Ζάππας
Η νέα μυθωδία της Πάρου
Σε λίγο καιρό η Πάρος θα αποκτήσει το πρώτο της ιδιωτικό ωδείο. Εμπνεύστριά του είναι μια προικισμένη πιανίστα, που τολμά να κάνει το μεγάλο βήμα σε δύσκολες εποχές. Η Μαρουλία Κοντού, μισή Παριανή και μισή Σαντορινιά, μας υποδέχεται στο σπίτι της: ένα πανέμορφο κυκλαδικό οίκημα φτιαγμένο με μεράκι στο ορεινό χωριό Κώστος.
Πώς ξεκινήσατε τη μουσική;
Λάτρευα το πιάνο. Μου φαινόταν μαγικό. Έβλεπα ανθρώπους μπροστά σε όργανο και μου έμοιαζαν άγγελοι. Κάποια στιγμή, λόγω καλών βαθμών, μου πήραν ένα αρμόνιο. Με αυτό ξεκίνησα. Κι ύστερα, σ’ έναν διαγωνισμό ενός κοριτσίστικου περιοδικού κέρδισα έπαθλο ένα μεγάλο αρμόνιο. Τότε ζούσα εκτός Παροικιάς, πολύ αποκομμένη. Άρχισα πιάνο στη Σχολή Μουσικής του Δήμου. Aπό τη δεύτερη χρονιά και μετά από ακρόαση ο Αρχίλοχος μου πρόσφερε υποτροφία. Προχώρησα πολύ γρήγορα και μετά πήγα Αθήνα. Ο Αρχίλοχος με στήριξε καθ’ όλη τη διάρκεια των σπουδών μου με μια μικρή αλλά πολύτιμη υποτροφία.
Είναι αλήθεια ότι η σοβαρή ενασχόληση με το πιάνο έχει απαιτήσεις πρωταθλητισμού;
Προσωπικά, έβαζα στοίχημα με τον εαυτό μου πόσες ώρες μπορούσα να αντέξω παίζοντας. Έφτασα τις 12. Ακολούθησα μια μοναχική πορεία για πάρα πολλά χρόνια. Θυμάμαι πως τον ελεύθερο χρόνο μου, καθόμουν και αντέγραφα βιβλία: Δημουλά, την «Ασκητική» του Καζαντζάκη… Στην Αθήνα, έμενα σε ένα μικρό δωμάτιο που χωρούσε μόνο ένα κρεβάτι κι ένα πιάνο. Το 2000 πήρα το δίπλωμά μου. Κόντεψα να μπω χειρουργείο από την υπερκόπωση. Έκανα φυσιοθεραπείες. Θέλει γυμναστική το πιάνο. Δεν είναι απλώς «κάθομαι και παίζω».
Ως δασκάλα, τι αποκομίσατε όλ’ αυτά τα χρόνια;
Καταρχάς ανακάλυψα ότι ευτυχώς, μου αρέσουν πολύ τα παιδιά! Βέβαια, συνειδητοποίησα πως δεν είναι όλα τα παιδιά σαν εμένα. Και πως δεν πρέπει να «καλουπώνεις» την παιδική ψυχή. Δίδαξα επί σειρά ετών στη Σχολή Μουσικής του Δήμου Πάρου. Από το 1998 έως τον περασμένο Γενάρη. Αυτή είναι μέχρι σήμερα η μόνη σχολή μουσικής που έχουμε στο νησί.
Φαντάζομαι πως γνωρίσατε και τον Τζέφρι Κάρσον…
Βέβαια. Ήταν από τους πρώτους που δίδαξαν πιάνο στην Πάρο. Υπήρξε μια γενιά μουσικών που χρωστά πολλά στον Κάρσον.
Το Ωδείο σας πότε κάνει πρεμιέρα;
Το Σεπτέμβριο. Έχουμε ήδη καταθέσει τον φάκελο στο Δήμο. Θα στεγαστεί στην Παροικιά, σ’ ένα κτίριο 200 τ.μ. που έχει διαμορφωθεί κατάλληλα (χωρίσματα, ηχομόνωση κλπ.).
Τι θα διδάσκετε;
Πιάνο, θεωρητικά, βιολί, κιθάρα, κρουστά, μπουζούκι, κανονάκι, σαντούρι, τσαμπούνα και κλαρίνο. Ο παππούς μου έπαιζε τσαμπούνα και ο προπάππος μου σαντούρι. Σέβομαι την παραδοσιακή μουσική. Δεν μπορείς στην Πάρο να λες εγώ θα διδάσκω μόνο Μότσαρτ. Θα διδάσκουμε όμως και σαξόφωνο, τραγούδι, τζαζ.
Φαντάζομαι πως θα έχετε και χορωδία. Άλλωστε διευθύνετε για χρόνια με επιτυχία τη χορωδία του Δήμου.
Ξέρετε, στην πορεία ανακάλυψα τη γοητεία του χορωδιακού τραγουδιού. Και ένοιωσα επιτέλους τι θα πει επικοινωνία, έχοντας βιώσει ως παιδί αυτόν τον αποκλεισμό, αυτή την απομόνωση. Γιατί με το πιάνο δεν κοιτάζεις κανέναν στα μάτια… Στον Δήμο ξεκίνησα με μια χορωδία επτά παιδιών που στην τελευταία μας συναυλία έφτασαν τα πενήντα. Έχουμε αποσπάσει πολλά πρώτα βραβεία όλα αυτά τα χρόνια. Αν και πρόκειται για μια κλασική χορωδία, έχουμε συνεργαστεί και με ερμηνευτές όπως ο Παντελής Θαλασσινός και ο Λουδοβίκος των Ανωγείων. Ο Λουδοβίκος είναι άλλωστε ο νονός του ωδείου μας. Το ονόμασε «Μυθωδία».
Πιστεύετε πως η κοινωνία της Πάρου είναι έτοιμη για το ωδείο αυτό;
Θα φανεί στην πορεία αν θα το αγκαλιάσει. Εξάλλου στην ζωή μου, όλα πάντα από διαίσθηση τα έκανα. Πάντως στόχος μας είναι να μπορούν να έρθουν όλοι! Που σημαίνει πως θα έχουμε πολύ οικονομικές τιμές. Αυτό που θέλω είναι το ωδείο μου να δημιουργήσει ομάδες, φιλίες, να βγάλει νέους μουσικούς, να αναπτύξει την κουλτούρα του τόπου. Το φως της μουσικής φωτίζει και τους άλλους!
Περισσότερες πληροφορίες ΕΔΩ.
Καλοκαίρι 2015