Παριανά οικόσημα της οικογένειας Κονδύλη. Σε πεδίο, χέρι αριστερόστροφο που κρατάει γραφίδα (κονδύλι). Το οικόσημο αυτό είναι στον τάφο του +1681 Νικολάου Κονδύλη στο αίθριο της Εκκατονταπυλιανής.

Βαζαίος (ή Βαζέος ή Βαζαίγιος ή Μπαζέος ή Μπαζαίος)
Φραγκο-λεβαντίνικο επίθετο που σχετίζεται με την αρχοντική ενετική οικογένεια Baseggio.
Το στέμμα στο άνω μέρος του θυρεού αντιστοιχεί στον τίτλο του δούκα.

Καβάλλης (ή Καβάλης)
Κρητοβενετική οικογένεια, από αυτές που κατέφυγαν στα χωριά του Κεφάλου (Πρόδρομος, Μάρπησσα, Μάρμαρα) μετά την κατάληψη της Κρήτης από τους Τούρκους στα 1669.
Επρόκειτο για σημαντική οικογένεια (ο τελευταίος τοποτηρητής της Βενετίας στην Κρήτη ανήκε σε αυτήν), με “ομιλούν” οικόσημο που απεικονίζει ένα άλογο (στα ιταλικά cavallo σημαίνει άλογο).

Κονδύλης
Όνομα παλιάς, πλούσιας και επιφανούς οικογένειας, πιθανότατα βυζαντινής καταγωγής, της οποίας μέλη υπήρξαν πρόξενοι της Γαλλίας και της Αυστρίας στο νησί.
Η οικογένεια φέρεται να ήλθε στην Πάρο από την Αθήνα και να έχει σχέση με τους Χαλκοκονδύληδες. Το οικόσημό της είναι “ομιλούν” καθώς απεικονίζει ένα κοντύλι (μια γραφίδα).

Μαριάνος
Λατινικής προέλευσης επίθετο της Αντιπάρου. Το ανωτέρω οικόσημο πιθανώς να σχετίζεται με τη συγκεκριμένη οικογένεια.
Παρόμοιο επίθετο (Μαριανός) συναντάται και στη Νάουσα, χωρίς να είναι ξεκάθαρη η σχέση των δύο κλάδων.

Σανούδος
Το όνομα του ιδρυτή του Δουκάτου της Νάξου, Μάρκου Σανούδου (Marco Sanudo), σταυροφόρου και ανηψιού του Δόγη της Βενετίας Ενρίκο Ντάντολο.
Το οικόσημο της οικογένειας χαρακτηρίζεται από απλότητα. Το ασημί χρώμα, πάντως, παραπέμπει σε πανοπλία και κατά συνέπεια σε πολεμιστή, ενώ το κυανό στην αγνότητα του χαρακτήρα.

Σκορδίλης
Επώνυμο επιφανούς βυζαντινής οικογένειας με σημαντική ιστορία στην Κρήτη και μεταγενέστερη παρουσία σε αρκετά νησιά του Αιγαίου.
Το οικόσημό της είναι πιθανότατα “ομιλούν”, καθώς τμήμα του απεικονίζει τρία σκόρδα –κατά μία εκδοχή τουλάχιστον- σε πράσινο φόντο.

Στέλλας (ή Στέλας)
Κρητοβενετική οικογένεια, από την οποία προέρχεται και ο Νικόλαος Στέλλας, ο νεαρός αγωνιστής που βρήκε ηρωικό θάνατο κατά την Κατοχή.
Στα λατινικά “stella” σημαίνει “αστέρι”, γεγονός που εξηγεί την παρουσία των αστεριών στο οικόσημο της οικογένειας.

Τσιγώνιας (ή Τζιγώνιας ή Ισιγώνης)
Ενετικής καταγωγής οικογένεια που εμφανίζεται τον 17ο αιώνα στα χωριά του Κεφάλου. Το όνομά της προέρχεται από τη λατινική λέξη “cicogna” που σημαίνει “πελαργός”, κάτι που αναδεικνύεται και στο “ομιλούν” οικόσημό της. Από τον κλάδο των Ισιγώνηδων προέρχεται και ο διάσημος σχεδιαστής του Mini Couper, σερ Alec Issigonis.

Τα οικόσημα της Πάρου

Κείμενο: Πέτρος Αλεξίου

Πώς γνωρίζει κανείς την ιστορία ενός τόπου;
Συνήθως, μέσα από βιβλία, αφηγήσεις και επισκέψεις σε μουσεία ή αρχαιολογικούς χώρους. Ωστόσο, υπάρχουν και άλλες πηγές ιστορίας, στις οποίες σπάνια δίνουμε ιδιαίτερη σημασία, αν και κρύβουν σημαντικό πλούτο. Στην Πάρο δύο τέτοιες πηγές είναι τα οικογενειακά ονόματα του νησιού και τα οικόσημα των παλιών αρχοντικών οικογενειών του.


Πιθανώς να είναι ο μεγάλος αριθμός
και η πανταχού παρουσία των οικογενειακών ονομάτων, οι αιτίες που τα προσπερνάμε χωρίς να τους δώσουμε τη σημασία που τους πρέπει.
Και όμως, ένα όνομα μπορεί να αποκαλύψει όχι μόνον την καταγωγή και την οικογενειακή ιστορία ενός ατόμου, αλλά και όψεις της ιστορίας ενός τόπου.
Είναι ενδεικτικό ότι οι ερευνητές που έχουν μελετήσει τα παριανά επίθετα, έχουν διακρίνει πέντε γενικές κατηγορίες, από τις οποίες οι τρεις αντιστοιχούν ουσιαστικά σε διαφορετικές χρονικές περιόδους.

Μία πρώτη ομάδα περιλαμβάνει ταελληνικάπαλαιοβυζαντινάεπίθετα, τα οποία έλκουν την καταγωγή τους πριν το 1204, δηλαδή πριν την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους και την Ενετοκρατία. Τέτοια είναι τα Αρκουλής (από το Αρχολέος), Αγαλλιανός, Παλαιολόγος, Αργυρόπουλος κ.ά.

Ακολουθούν ταφραγκολεβαντίνικα επίθετα, που έρχονται από την εποχή της Ενετοκρατίας, και δείχνουν συνήθως ιταλική καταγωγή: Τσιγώνιας (από το cicogna, δηλ. τον πελαργό), Αρμάος (από το arma, δηλ. το όπλο), Αλιπράντης (λομβαρδικής καταγωγής).

Στη συνέχεια έχουμε επίθετα οικογενειών που κατέφυγαν στην Πάρο μετά την κατάκτηση του Μωριά και της Κρήτης από τους Τούρκους. Έτσι στις κρητικήςή κρητοβενετικήςκαταγωγής οικογένειες έχουμε ονόματα όπως Κρητικός, Καντιώτης (από την Κάντια, το σημερινό Ηράκλειο), Γαλανάκης, Ρίτσος, Παυλάκης, Κληρονόμος, Καβάλης (από το cavallο, δηλ. το άλογο) και αντίστοιχα σε αυτές με μωραϊτικη καταγωγή τα Τριπολιτσιώτης, Δημητρακόπουλος, Μωραϊτης κ.ά.

Κάποια από τα παραπάνω εμπίπτουν και σταεθνικάήπατριδωνυμικάτοπωνυμικάονόματα, τα οποία φανερώνουν τον τόπο απόπου ήρθε ο φέρων το όνομα ή τον τόπο όπου έζησε ή δούλεψε: π.χ. Αιγινίτης, Αϊβαλιώτης (από το Αϊβαλί της Μ. Ασίας), Αξιώτης (από την Αξιά, δηλαδή τη Νάξο) κ.ά.
Τέλος, όπως και αλλού, έτσι και στην Πάρο η πιο συνηθισμένη πηγή επιθέτων είναι αυτά που προήλθαν από το επάγγελμα ή από το παρατσούκλι κάποιου: Μυλωνάς, Μαούνης,  Χασούρης, Καπαρός (σημαίνει ξανθός στα κρητικά), Γαλανός, Μαλαματένιος, Ακάλεστος

Τα οικόσημα της Πάρου

Μία άλλη, σχετική πηγή ιστορίας για την Πάρο είναι τα οικόσημα των παλιών αρχοντικών οικογενειών του νησιού. Με μια πιο προσεκτική ματιά θα τα διακρίνουμε σκαλισμένα συνήθως σε μάρμαρο σε υπέρθυρα σπιτιών, σε εκκλησίες, ακόμη και σε τάφους. Πολύ πιο εύκολα, όμως, θα τα βρούμε συγκεντρωμένα στο μικρό Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο της Νάουσας, φιλοτεχνημένα από το ζωγράφο Δημήτρη Σιφναίο.

Τα περισσότερα παριανά οικόσημα μάς ταξιδεύουν πίσω στην εποχή της Ενετοκρατίας στην Πάρο. Όταν οι Σταυροφόροι μοίρασαν μεταξύ τους τα βυζαντινά εδάφη μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204, η Πάρος μαζί με καμιά δεκαριά άλλα κυκλαδονήσια πέρασαν στο Δουκάτο της Νάξου που ίδρυσε το 1207 ο ενετός Μάρκος Σανούδος. Ακολουθώντας το φεουδαλικό σύστημα της εποχής, οι Ενετοί μοίρασαν το νησί σε μικρά φέουδα τα οποία δόθηκαν σε αρχοντικές οικογένειες της Δύσης αλλά και σε αρχοντικές οικογένειες του τόπου, σε μια προσπάθεια προσέγγισης του ντόπιου πληθυσμού.

Το 1537 ο Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα, φημισμένος πειρατής αλλά και αρχιναύαρχος του τουρκικού στόλου, καταλαμβάνει και σχεδόν ερημώνει το νησί, βάζοντας ουσιαστικά τέρμα στην κυριαρχία των Ενετών. Ωστόσο, πολλές ενετικές οικογένειες προτίμησαν να παραμείνουν. Αυτές με τον καιρό εξελληνίστηκαν και στο σύνολό τους ασπάστηκαν την ορθοδοξία, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει σχεδόν καθολικό στοιχείο στην Πάρο σήμερα. Σε γενικές γραμμές τα παριανά οικόσημα ανήκουν σε τέτοιες οικογένειες, ωστόσο υπάρχουν και αρχοντικές οικογένειες βυζαντινής καταγωγής, οι οποίες κάποια στιγμή υιοθέτησαν ένα τέτοιο κοινωνικό σύμβολο.

 

Οικόσημα: οδηγός για αρχαρίους


Τα οικόσημα,
δηλαδή τα σύμβολα που συστηματικά χαρακτηρίζουν άτομα, οικογένειες ή ομάδες ανθρώπων και περνούν κληρονομικά από γενιά σε γενιά, εμφανίζονται σε ευρεία χρήση την εποχή των Σταυροφοριών και πιο συγκεκριμένα τον 12ο αιώνα, καταρχήν ως μια πρακτική λύση στις πολεμικές ανάγκες των μεγάλων στρατών της εποχής: καθώς τα χαρακτηριστικά των ιπποτών κρύβονταν πίσω από βαριές πανοπλίες, τα σύμβολα και τα χρώματα του κάθε οικοσήμου έδιναν μια πρακτική λύση στην ανάδειξη της ταυτότητας και του στρατοπέδου του καθενός. Αργότερα, όταν οι επαγγελματικοί στρατοί και τα πυροβόλα όπλα έστειλαν στο χρονοντούλαπο της ιστορίας τους ιππότες, η στρατιωτική χρήση των οικοσήμων ατόνησε, ωστόσο η γοητεία τους, η ισχύς τους ως σύμβολα εξουσίας ή κοινωνικού στάτους, αλλά και η διακοσμητική χρησιμότητά τους, επέκτειναν τη χρήση τους μέχρι σήμερα.

Γενικά ένα οικόσημο αναδεικνύει με σύμβολα κάποια χαρακτηριστική ιδιότητα, μια όψη της ιστορίας ή κάποιο επίτευγμα αυτού που τα φέρει: για παράδειγμα, μια καρδιά δείχνει αφοσίωση, μια βακτηρία προσκυνητή αποκαλύπτει έναν προσκυνητή του Πανάγιου Τάφου, ενώ ένα ανεστραμμένο σπαθί μπορεί να δείχνει τον νόθο υιό ενός ευγενούς. Σε πολλές περιπτώσεις, βέβαια, έχει πλέον ξεχαστεί ο λόγος ύπαρξης ενός συγκεκριμένου συμβόλου σε κάποιο οικόσημο, ενώ υπάρχουν και σύμβολα με διακοσμητικό μόνο ρόλο. Τον πιο απλό, πάντως, συμβολισμό τον συναντάμε στα λεγόμεναομιλούνταήφανερά” (parlante) οικόσημα, που απεικονίζουν απλώς κάποιο αντικείμενο που σχετίζεται άμεσα με το όνομα του κατόχου τους (π.χ. το οικόσημο της οικογένειας Κεφάλα, δείχνει μία κεφαλή ανδρός…). Σημαντικό ρόλο επίσης παίζει η χρήση του χρώματος: το κόκκινο, για παράδειγμα, παραπέμπει στο αίμα και κατά συνέπεια δείχνει ανδρεία, το γαλάζιο δηλώνει αγνότητα, το πράσινο σχετίζεται με τη γη και τη γαιοκτημοσύνη κ.ο.κ.

Συνήθως το οικόσημο αποτελείται από πολλά επιμέρους στοιχεία, τα οποία όμως δεν είναι τυχαία τοποθετημένα αλλά ακολουθούν συγκεκριμένους κανόνες. Αυτά τα στοιχεία είτε δηλώνουν κάτι είτε φέρουν κάποιο συμβολισμό είτε είναι διακοσμητικά. Κεντρικό ρόλο στο όλο σύμπλεγμα παίζει οθυρεός“, ο οποίος συνήθως έχει σχήμα ασπίδας και φέρει τα χρώματα και τα σύμβολα του φέροντος. (Τις περισσότερες φορές τον θυρεό βλέπουμε χαραγμένο πάνω από τις πόρτες των σπιτιών.) Γύρω από τον θυρεό και σε συγκεκριμένες θέσεις υπάρχουν επιπλέον εξαρτήματα όπως το στέμμα, το έμβλημα, οι υποστηρικτές, το ρητό κ.ά. Η μορφή του στέμματος, για παράδειγμα, αποκαλύπτει την κοινωνική θέση ή το βαθμό ευγενείας (βασιλέας, πρίγκηπας, βαρόνος, κόμης κ.ά.) του φέροντα.

Η ανάλυση των οικοσήμων, καθώς και η μελέτη και η καταγραφή τους, αποτελούν σήμερα ολόκληρη επιστήμη, τη λεγόμενη εραλδική.