
Ο αμίλητος «τσαμπουνιέρης», επιτέλους, ανασύρει την τσαμπούνα από τα πόδια του. Ο Βασίλης δίνει το έναυσμα μ’ έναν χτύπο στο τουμπάκι του. Από τον πρώτο ήχο η τσαμπούνα σε καθηλώνει.



Ραντεβού με τον θεό Βάκχο
Κείμενο, Φωτογραφίες: Πανωραία Ματζαβάλη
Αιτία: η απόσταξη της σούμας. Αφορμή: η πρόσκληση του φίλου μου στο γλέντι που συνοδεύει τη διαδικασία παραγωγής της με πλήρη φυσικότητα κάθε χρόνο. Μια εθιμική συμβολική ενέργεια. Όλο το «δρώμενο» παραπέμπει σε ιεροτελεστία. Αναβιώνει ξανά και ξανά, αποσκοπώντας στη μαγική δύναμη μιας κυκλικής και ατέρμονης επανάληψης. Όμοιας με αυτήν που ορίζει και τους νόμους της ζωής.
Σύμφωνα με τα ειωθότα της φυλής, το πετυχημένο γλέντι αποτελεί εγγύηση, τόσο για την επιτυχία όσο και για την υψηλή ποιότητα του διαφανούς ηδονικού υλικού, που ονομάζουν και «αγιονέρι». Αν και οι μουσικοί, που ’ναι συνήθως συγγενείς ή φίλοι, έχουν τα κέφια τους, όλοι ησυχάζουν, παραδίνονται… Τώρα ξέρουν πως οι χημείες μέσα και έξω από το καζάνι, αρμονικά δεμένες, θα «στάξουν» γλυκόπιοτη και φέτος τη φρέσκια σούμα.
Με άλλα λόγια, ενώ διανύουμε τον 21ο αιώνα και βιώνουμε έναν πολιτισμό που επιβάλλει ψυχρά και απόλυτα τον «ίδιο» τρόπο ζωής, ψυχαγωγίας και έκφρασης στον σύγχρονο άνθρωπο… θα πρέπει να πιστέψουμε πως… συμβαίνουν κι αυτά! Ποια; Πάμε και βλέπουμε. Μια πρόφαση απόδρασης με σοβαρό περιεχόμενο.
Εγκαταλείπουμε με κρυφή χαρά τη μόνιμη –πλην ανυπόφορη σύντροφο και συνένοχο– μικρή οθόνη. Ξεχνάμε τους ρυθμούς και τα στέκια της πόλης και… από το μετρό, στο λιμάνι του Πειραιά. Η ανατολή μάς βρίσκει παρέα με τα κύματα του Αιγαίου, να «καταπίνουν» εικόνες, άγχη και αστικά προβλήματα γενικώς. Κι όλα βαμμένα στο βαθύ γαλάζιο. Με τίποτα δεν μοιάζει το Αιγαίο. Ένα τοπίο που μεταμορφώνεται καθώς αλλάζουν οι εποχές, καθώς κυλά ο χρόνος. Χάνεται και βυθίζεται μέσα στη θάλασσα, για να ανασυρθεί και πάλι το πρωί. Μεσημεράκι φτάνουμε στην Παροικιά.
Προχωρημένος Νοέμβρης. Η Πάρος ξεκουράζεται από την καλοκαιρινή τουριστική φασαρία – και τα αμπελοκούτσουρα, από την εαρινή καρποφορία. Κατευθυνόμαστε προς το σπίτι του λόφου, με τα παράθυρα στη θάλασσα, τον ουρανό, το απέραντο του κυκλαδίτικου τοπίου… Ένα τρίωρο ξεκούρασης με θέα στην άπλα του κόσμου και μετά ραντεβού με τον θεό Βάκχο. Καθόλου άσκημα. Το φως δίνει τη θέση του στο σκοτάδι, «βλέπω τη θέληση της νύχτας να ξεχύνει τ’ άστρα, αφήνω το άγνωστο να με ξεμυαλίσει» (Οδυσέας Ελύτης).
Στη διαδρομή ανοίγω το παράθυρο, έτσι, για να γεμίσω από τη σιωπή της νύχτας. Και κάπου στη Μάρπησσα, στη μέση του πουθενά, ο ήχος παραμονεύει τη σιωπή, το φως το σκοτάδι…
Η μυρωδιά από μανιτάρια, που ψήνονται σε εξωτερική σχεδόν ψησταριά, μου τρυπάει τη μύτη…
«Ωχ, ήρθανε και οι ρουφιάνοι!» ακούω μια στεντόρεια αντρική φωνή. Γυρνάω και βλέπω ένα όμορφο γεροδεμένο αγόρι, που αχνίζει καλοσύνη, με καρφωμένο το βλέμμα στη φωτογραφική μηχανή που κρέμασα στον λαιμό, στο λάθος μέρος, τη λάθος στιγμή… Ευτυχώς, μια ευχάριστη οικειότητα στον τόνο της φωνής του, που δήθεν προσπάθησε να κρύψει, μου δίνει την ευκαιρία να κλέψω ένα κομμάτι μανιτάρι που μοσχοβολάει φρέσκια –σαν βρεγμένη– γη. Χαμογελώντας αμήχανα, το ακουμπώ στην επίσης βρεγμένη από τα σάλια, που σχεδόν τρέχουν, γλώσσα μου. Μμμ… κάθε φορά, η ίδια απόλαυση. Κάθε φορά σαν να είναι η πρώτη.
Μια ευχάριστη διαδικασία «ηδονικής» αναζήτησης μου μυρίζει έντονα, καθώς πατάμε στο κατώφλι του «ρακιδιού». Φάγαμε πόρτα, φάγαμε και τον υπέροχο μεζέ και τώρα είμαστε στο κέντρο ενός λιτού, παραλληλόγραμμου χώρου, με πρόχειρη σκεπή, ίσα να ’ναι προστατευμένο από τον καιρό του Νοέμβρη.
«Το καπάκι και το τσουκάλι της φωτιάς είναι τα σημεία του καζανιού που ξεκλειδώνονται στις αρχές του μήνα και σφραγίζονται πάλι στο τέλος. Από τον νόμο επιτρέπεται στους παραγωγούς να αποστάξουν τη σούμα της χρονιάς στη διάρκεια ενός 24ώρου, σε κάποιο από τα καζάνια που έχουν άδεια, την οποία συνήθως έχουν κληρονομήσει από την οικογένειά τους».
Γέλια, μέθη και χορός. Κουβέντες, στίχοι και τραγούδια. Γεύσεις, μυρωδιές και μουσική. Επίτιμος καλεσμένος; Ποιος άλλος από τον Βάκχο… Το θεό που πάντα θα τους προσκαλεί στη «χαρά των συμποσίων», όταν «στον ήχο του αυλού αναμειγνύεται το ξέσπασμα του γέλιου», όπως χαρακτηριστικά λέει ο Ευριπίδης στο έργο του «Βάκχες»
Και η φωτιά; Η πεμπτουσία της μετουσίωσης. Ο ιδιοκτήτης του «ρακιδιού» την αφήνει να σκαρφαλώνει, κοντά τους 70 βαθμούς, για να τη χαμηλώσει και πάλι από την αρχή. Σαν τον υγρό σταφυλοπολτό που θα βράσει μέσα στο καζάνι, θα γίνει ατμός, για να μας εμφανιστεί και πάλι ως διαφανές υγρό στο τέλος της απόσταξης.
Με την ίδια ακριβώς συνταγή, η αμηχανία γίνεται χαμόγελο – και τα χαμόγελα, θερμές χειραψίες. Οι συστάσεις και η ανταλλαγή πιστοποιητικών εμπιστοσύνης παραμερίζονται από καλωσορίσματα. Βλέπεις, οι άνθρωποι εδώ διαφέρουν. Συνομιλούν ακόμα με τη φύση, νοιάζονται για τ’ αμπέλι τους που μεγαλώνει, για τη βροχή που καθυστερεί, μιλάνε με τα δέντρα. Δεν βιάζονται. Έτσι σώζουν το μαγικό και το όνειρο και το μεταφέρουν ως την πιο ιερή κληρονομιά στις επόμενες γενιές. Σου διηγούνται παλιές ιστορίες, σου αποκαλύπτουν μέρη άγνωστα, απάτητα – του νησιού, του μυαλού και της καρδιάς…
Στην άλλη μεριά του τραπεζιού, ο θείος του φίλου μου κρατά κρυμμένη την τσαμπούνα. Αφήνει το χρόνο να κυλάει, το κρασί να ποτίζει το κορμί, το κορμί ν’ αδημονεί, να ζεσταίνεται η ψυχή… Η θερμοκρασία έχει ανέβει μέσα κι έξω από το καζάνι. Η ώρα πλησιάζει. Ο αμίλητος «τσαμπουνιέρης», επιτέλους, ανασύρει την τσαμπούνα από τα πόδια του. Ο Βασίλης δίνει το έναυσμα μ’ έναν χτύπο στο τουμπάκι του. Από τον πρώτο ήχο η τσαμπούνα σε καθηλώνει.
Ο συνδυασμός του έμμονου χτυπήματος στο τουμπάκι σε συνδυασμό με τον οξύ, αρσενικό ήχο της τσαμπούνας οδηγούν στην έκσταση τους μουσικούς, αλλά και όλους τους παρευρισκόμενους. Κατάλοιπο μιας πανάρχαιας συνήθειας. Ριζώνεις για λίγο στη γη, η δόνηση σε διαπερνάει, σου επιβάλλει την κίνηση και το χορό. ΄Ηχοι εισβάλλουν από όλα σου τα κύτταρα. Στις φλέβες σου χτυπάει ο παλμός της γης.
«Καλώς ανταμωθήκαμε, φίλοι μου αγαπημένοι, πάντα χαρούμενοι και καλοκαρδισμένοι». Με το μουσικό καλωσόρισμα του Βασίλη μπαίνουμε στο κυρίως θέμα της βραδιάς. Ο Βασίλης, από τις Λεύκες, εξαίρετος μουσικός και ξυλουργός, έχει φωνή καμπάνα! Είναι αυτός που τραγουδά, που φτιάχνει επί τόπου τα «κοτσάκια». Έτσι λένε τους αυτοσχέδιους στίχους που μιλάνε για το παρόν. Εκφράζουν τα συναισθήματα που δημιουργούνται εδώ και τώρα.
Ο Βασίλης είναι αυτός που παίζει με το τουμπάκι, με τη φωνή, με τα μάτια και τα χέρια, υπενθυμίζοντας πως η γιορτή είναι αφιερωμένη στο θεό Βάκχο και στον έρωτα. Πιάνω το μυαλό μου να ανατρέχει σε στίχους… «ο έρως, που μέσα στους αθάνατους ο πλέον ωραίος είναι, τα μέλη ξεκλειδώνει».
«Τα παλιά τραγούδια ήταν ποιήματα…» διακόπτει τις σκέψεις μου ο Βασίλης. Θυμάται τα βιογραφικά και βιωματικά τραγούδια τού Μάρκου Βαμβακάρη. Ακουμπώντας σχεδόν μηχανικά την παλάμη του στην καρδιά, αρχίζει να τραγουδά, αφού απαγγέλλει με σεβασμό το εθνικό άσμα…
«Έχω καημούς αγιάτρευτους βαθιά στα φυλλοκάρδια και πάντα μελαγχολικό με βρίσκουνε τα βράδια.
Ξέρει ότι την αγαπώ κι έχω φωτιά στα στήθια, μα δεν πιστεύει πως εγώ την έχω φως στ’ αλήθεια.
Κι εγώ τρελαίνομαι γι’ αυτήν, κι αν δεν την αποκτήσω τι να την κάνω τη ζωή, τι μ’ ωφελεί να ζήσω…
Είναι γλυκιά, μελαχρινή, καμωματού, τσαχπίνα, απ’ όσες κι αν εγνώρισα αυτή ήταν η πιο φίνα».
Ηθικός αυτουργός, και πάλι ο Διόνυσος. Αυτός «αγαπά τα εορταστικά τραπέζια, την Ειρήνη, μητέρα κάθε αφθονίας και τροφό των νέων. Δίνει εξίσου στον πλούσιο και στον πένητα την παρηγορητική απόλαυση του κρασιού». Και «μισεί όποιον αρνείται τη χαρά της ζωής». Στίχοι του Ευριπίδη. Συμφωνώ και επαυξάνω!
Παλαμάκια, και ο Βασίλης λέει: «Θα μπορούσα να σας πω και το… «Έλα να πάμε στο νησί η μάνα σου, εγώ κι εσύ»…»
«Είναι παλιό, με τέτοια χορεύανε πάντα…».
Ευτυχώς, περνάει στο επόμενο –μάλλον αυτοσχέδιο– τραγούδι. Ο Βασίλης προεξάρχει του τραγουδιού κι οι άλλοι ακολουθούν.
«–Από τα γλυκά σου μάτια, τρέχει αθάνατο νερό,
ναι, αθάνατο νερό.
Και σου ζήτησα λιγάκι, μα δε μου ’βαλες να πιώ, να πιώ, να πιώ.
Χτες το βράδυ που ερχόμουν μ’ έπιασε ψιλή βροχή…
–Βρε ας ερχόσουν, κι ας βρεχόσουν, κι ας γινόσουνα παπί, παπί, παπί
είχα ρούχα να σ’ αλλάξω, πάπλωμα να σκεπαστείς
και κορμάκι ν’ αγκαλιάσεις, μέχρι να το βαρεθείς…».
Κοντοστέκεται… «και μετά, μετά!» αναφωνούν όλοι μ’ ένα στόμα – μια φωνή.
«Να το πω;» ρωτάει ο Βασίλης.
– «Ναι, ναι!» Το τραγούδι συνεχίζεται.
«Έλα να κάνουμ’ έρωτα κάτω απ’ το φεγγάρι,
σ’ αγαπώ πολύ, σ’ αγαπώ πολύ».
Ο Βάκχος μάς ψιθυρίζει διάφορα στ’ αφτί και ο παιχνιδιάρης έρωτας περιμένει το θύμα που θα τον κοιτάξει για να του κλείσει το μάτι. Απομαγνητοφωνώντας όσα κατέγραψε το μικρό μαγνητοφωνάκι, ξεχασμένο για ώρες πάνω στο τραπέζι, διαπίστωσα πως λίγα ακούγονται καθαρά, μα… σημασίαν «ουκ έχει». Όχημα μεταφοράς, η αξέχαστη εμπειρία.
«Άντε, και του χρόνου θα κατέβω με το άλογο να σε πάρω!» φωνάζει ο Βασίλης αστειευόμενος και μου προτείνει το ποτήρι του για να πιούμε… Να, αυτή είναι η διαφορά.
Αυτή που σε καλεί ξανά και ξανά. Που σε κάνει να θέλεις να βρίσκεσαι κοντά σε ανθρώπους που, με τη φρεσκάδα τους και την ανεπιτήδευτη συμπεριφορά τους, σταλάζουν ακόμα στην καρδιά μηνύματα χαράς και ευεξίας.
Ένα σφύριγμα μικραίνει και δίνει τέλος στην ανάπαυλα. Οι λέξεις δυσκολεύονται να πουν αυτά που νιώθεις. Σαν να ακολουθεί την ιστορία, ήρθε η ώρα της βυζαντινής μουσικής:
«Κάποιος εβγήκε να κυνηγήσει, να κυνηγήσει και να γυρίσει / δεν εκυνήγα λαγούς κι ελάφια, μόνε κυνήγα δυο μαύρα μάτια, / μαύρα μου μάτια κι αγαπημένα και πώς περνάτε χωρίς εμένα, / μαύρα μου μάτια, κόκκινα χείλη, έβγα μικρή μου στο παραθύρι, / να δεις τον ήλιο και το φεγγάρι, να δεις τον νέο που θα σε πάρει».
Παύση. Ακόμα και οι παύσεις έχουν το λόγο τους. Σαν σε συναυλία, που οι παύσεις καμιά φορά είναι πιο σημαντικές κι από το κυρίως θέμα.
Η σούμα είναι έτοιμη να δοκιμαστεί. Η υποψία γίνεται σιγουριά.
Η υπόσχεση της αναμονής, πραγματικότητα. Η «ρούμπα», το σωληνάκι απ’ όπου στάζει σταγόνα σταγόνα η ζεστή σούμα, το επίκεντρο του ενδιαφέροντος… για όλους. Αφού κόπηκε το κεφάλι και η ουρά, θα πιούμε την καρδιά. Θα ευχηθούμε και του χρόνου και οι αξιαγάπητοι συνδαιτυμόνες –αφού δοκιμάσουν– θα κάνουν κριτική.
«Ό,τι βάζεις στο καζάνι, αυτό θα σου δώσει». Το μεράκι βαθμολογείται… με αυστηρότητα. Πίνουμε τη φρεσκοαποσταγμένη σούμα σε ειδικά ποτηράκια με χερούλι, φτιαγμένα από ξεραμένες στον ήλιο μικρές κολοκύθες, αριστοτεχνικά και λιτά σκαλισμένες.
Η βραδιά θα κλείσει με ρυθμούς από γνωστά εκκλησιαστικά τροπάρια και αυτοσχέδιους στίχους, αφιερωμένους (πού αλλού😉 εννοείται στους μπεκρήδες. Είμαστε όλοι μεθυσμένοι – διατί να το κρύψωμεν, άλλωστε; Με εξαίρεση το σκύλο, που δεν θα μπορούσε να λείπει, και τα μωρά που κοιμούνται. (Λησμόνησα να σας πω πως οι καλεσμένοι, σαν πρωταγωνιστές μιας καλοστημένης θεατρικής μυσταγωγίας, ανήκουν σε όλες τις ηλικίες).
Βλέπω τον φίλο μου ευχαριστημένο και χαίρομαι μαζί του. Ετοιμάζει τα δώρα για τους καλεσμένους του – μπουκάλια με τη σούμα του. Τίμησε και φέτος την παράδοση, που θέλει από πάντα να στήνονται σπουδαία γλέντια όσην ώρα γίνεται η απόσταξη της σούμας. Έχει το ίδιο περήφανο ύφος που διέκρινα και το απόγευμα. Όταν μου διηγιόταν το στάδιο προετοιμασίας. Συνειδητοποιώ πως θα ήταν άδικο να παραλείψουμε αυτό που προηγήθηκε.
Λοιπόν, και για όσους δεν κατάλαβαν, η σούμα –ή όπως αλλιώς τη λένε– παράγεται από ρώγες σταφυλιών που έχουν πολτοποιηθεί για την οινοποίηση του κρασιού, αλλά δεν έχουν ξεζουμιστεί εντελώς. «Κατάλληλες για απόσταξη» λέει ο φίλος μου «είναι μονάχα αυτές που έχουν πατηθεί από ανθρώπινα πόδια στα παραδοσιακά πατητήρια». Ευτυχώς, δεν έχουν εκλείψει εντελώς.
Τα πατητήρια είναι οι χώροι –όπως λένε οι παλιές γραφές– όπου ανέκαθεν όσοι πατούσαν τα σταφύλια κραύγαζαν, επικαλούμενοι τον θεό της περίστασης με το όνομά του: «Βάκχε! Βάκχε!». Αναφορές (όπως του πάριου λυρικού ποιητή Αρχίλοχου, που συνδέει τη γέννηση του Βάκχου με τον κεραυνό του κρασιού) είναι απαραίτητες, για του λόγου το αληθές. Ο Πλούταρχος, επίσης, παρουσιάζει τον νεογέννητο θεό να παίρνει το πρώτο του λουτρό μέσα σε μια πηγή νερού «στο χρώμα του κρασιού» (από το έργο του «Ερωτικαί διηγήσεις»). Τέλος δεν έχουν οι σχετικές αναφορές στο δώρο των θεών, το αμπέλι – και από κει στον προαιώνιο καρπό του και σύμβολο λατρείας, το σταφύλι… Αλλά ας μάθουμε και για τους υπόλοιπους κανόνες που με ευλάβεια τηρεί κάθε παραγωγός «σπιτικής» κυρίως σούμας, όπως κι ο φίλος μου.
«Αφού διαλέγεις τις ρώγες προσεχτικά, βγάζεις τα κοτσάνια, για να μην περάσει στο ποτό το ξυλόπνευμα που περιέχουν. Τις απλώνεις στον ήλιο για 10 μέρες, ν’ ανεβάσουν βαθμούς, και μετά τις αφήνεις να ζυμωθούν μόνες τους σε ειδικά δοχεία με νερό και λίγο μούστο για περίπου έναν μήνα. Μετά, και αφού ολοκληρωθεί η αλκοολική ζύμωση και τα σάκχαρα είναι έτοιμα να γίνουν αλκοόλ, προσθέτω λίγο σχινόκοκκο, για αρωματικό, και είμαστε έτοιμοι για την απόσταξη…».
Σε όσα ακολούθησαν ήμασταν παρόντες, αφού μας κάλεσε να… παίξουμε μαζί στην τελευταία πράξη… Εκεί, η θεατρική εντελέχεια που έκρυβε το όλο σκηνικό συναγωνίστηκε επάξια τον άκρατο αυθορμητισμό… Μάλλον φτάσαμε. Γωνία οδός Ονείρου με το σπίτι του λόφου, στα αριστερά. Μόλις ένα βήμα από την αγκαλιά του Μορφέα. Απόψε θα ’ναι πιο ζεστή, σαν την φρέσκια σούμα που απολαύσαμε. Όχι, δεν είναι τα 4, 5, 6 σφηνάκια, που ήπιαμε. Είναι μια δίψα για ζωή, με χαρά που ανακουφίστηκε. Είναι η ξεκούραση του κουρασμένου μας μυαλού από έναν ομοιόμορφο τρόπο ζωής και διασκέδασης που μας σερβίρουν πανάκριβα οι επιτήδειοι πρεσβευτές του… Σαν τότε που δεν υποτάσσονταν όλα στο χρήμα. Είναι η συμμετοχή σε μια πράξη αντίστασης στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Είναι η ομορφιά της χαράς που μας προέκυψε. Καληνύχτα σας! Ες αύριον τα σπουδαία.