Ματιά στο γαλάζιο
Κείμενο: Σωτήρης Σκούρτης
Τρίζουν κάθε τέτοια εποχή οι δείκτες του Χρόνου. Σκαλώνουν στα ξεραμένα άνθη σα γρανάζια και η κυκλική τους πορεία γίνεται ανηφορικά δύσκολη. Λαχανιασμένη τρέχει η ψυχή στα πιο απόκρημνα μονοπάτια και στους πιο αχανείς ορίζοντες, σε μια ατελείωτη συνδιαλλαγή με το μέγα γητευτή ήλιο, που αργά, νωχελικά, σχεδόν ασάλευτα κατηφορίζει τη μέρα στο πέλαγος. Σιφνέικος, Λιβάδια, Ακονητός, Μοναστήρια, Τράχηλας, Δεσποτικό.
Ξανά σκαρφαλωμένος στα βράχια· από την πολυθρόνα του Αιγαίου πώς αγναντεύει κανείς το παρελθόν του; Μνήμες που ανασταίνει το φως κι ανασαίνουν πέτρα. Ήχοι και χρώματα αγκαλιασμένα σ΄ένα χαρούμενο πανηγύρι. Θα περιμένεις να νυχτώσει. Σα μεγάλο φωτοκύτταρο μαζεύεις απάνω σου όλο τον ήλιο. Έρχεται γλυκά ετούτη η εποχή, με τις πιο μελιστάλαχτες αχτίδες και τον πιο φωτοϋφαντο ιστό, ριγεί τις σκοτεινές γωνιές του κορμιού και θερμαίνει τα χειμερινά σου ηλιοστάσια. Δραπετεύεις. Ήρωας και δραπέτης. Ήρωας και άγιος. Άγιος και δραπέτης. Αμαρτωλός και ήρωας. Αμαρτωλός…
Ένας γλάρος ξεκουράζει το ανάλαφρο κορμί του πάνω στον ουρανό ενός ψαροκάικου. Φυσά μέχρι μέσα, στις ψυχές. Ξεσκονίζεται το αμπάρι από την Αθηναϊκή σκόνη και αποτραβιόνται τα ασφάλτινα νήματα που έχεις απλώσει απ΄άκρη σ΄άκρη, για να μετράς –θαρρείς- τις πατημασιές και το ανάστημά σου στην πόλη. Εδώ δε χρειάζεται τίποτ΄άλλο πέρα από μια καλή θέση στον ήλιο και λίγο γαλάζιο στο βλέμμα. Κι όσο κερνάς τα τυχερά βράχια με χρόνο και συναισθήματα τόσο σου φανερώνει η θάλασσα τα κρυφά της δώρα. Κυλά εμπρός στα νηστικά μάτια το αιώνιο Αιγαίο ποτάμι, μια μεγάλη φλέβα που ξεκινάει απ΄τα βάθη της μνήμης και δεν καταλήγει πουθενά. Μόνο κυλάει, σα ζωή. Βαθιά στ΄αλώνια της ψυχής ακούγεται ο λεπτός μεταλλικός ήχος καθώς εφαρμόζει σε μια σπάνια συγκυρία το διάνυσμα, η αποστολή, ο χρόνος κι η διάθεση. Κλείνεις τα μάτια. Τ΄ ανοίγεις ξανά: το θέαμα εμπρός σου ξετυλίγεται σαν απ’ την αρχή, σαν καινούριο… Όσα κι αν ζούμε, θα πεθαίνουμε πάντα με το ίδιο αχόρταγο βλέμμα που γεννηθήκαμε. Και η Αντίπαρος θα έχει πάντα ένα τρόπο να σε προσκαλεί σα μια Σειρήνα, που αναρωτιέσαι χρόνια τώρα τι ακριβώς την κάνει τόσο ελκυστική.
Είναι η ώρα που έχει σηκωθεί ολόρθη η αυλαία του καλοκαιριού. Οι κυράδες ανοίγουν τα παράθυρα στη διάπλατη μέρα, τα αγόρια και τα κορίτσια κοιτάζονται με μονοσήμαντο νόημα, οι ψαράδες βάζουν μπρος τα φρεσκοβαμμένα τους καΐκια. Σιγά σιγά ανάβουν τα πρώτα φώτα του δρόμου και της πλατείας, ενώ η πρώτη μυρωδιά από ρακή τυλίγει την παραδομένη χειμερινή άμυνα. Είναι ώρα να ξεφορτωθούμε κλειστά σεντούκια, χοντρά σκονισμένα πανωφόρια της μνήμης, υποσχέσεις μιας νέας αρχής, πολλών νέων αρχών, απείρων νέων αρχών, όλες στο ίδιο διάνυσμα και με όμοιο τέλος. Είναι ώρα να ντυθούμε τη σκιά του καλού και να φορτώσουμε στη σχεδία μας πηγαιμούς δίχως νόημα, αποφάσεις της μιας ψυχοστιγμής. Το καλοκαίρι είναι εδώ ολόγυμνο, ολοφώτεινο, κορμί που στροβιλίζεται στο κύμα. Δεξιά κι αριστερά σκιές, νερά, μουσικές, κορμιά. Θα ξαποστάσεις.
Χθες βράδυ ένα περήφανο κόκκινο φεγγάρι βούλιαξε. Δεν πνίγηκε. Δεν πνίγηκες. Πνίγονται τα ανάλαφρα; Σήμερα η θάλασσα, σε ανταπόδοση για τα πανσέληνα δώρα, χαρίζει τον πιο υπέροχο κυματισμό της, έναν ανοικτό μαίανδρο σε άπειρη ανάπτυξη. Από δω ψηλά έρχεται και γλιστρά κάτω στα πόδια σου, στα αιώνια βράχια μιας απόμακρης γης. Μια μαζεύεις το σχοινί, μια το ξετυλίγεις. Μια ανοίγεις πανιά, μια αφήνεσαι στο ρεύμα.
Ό,τι ζήσαμε, ζήσαμε. Τα άλλα τα σκορπά το ανεμολόγιο του χρόνου πέρα από κει που θα τα φθάσουμε ποτέ μας. Ό,τι ζήσαμε, ζήσαμε. Το κάθε τέλος είναι μια μικρή ευτυχία που μόλις γεννιέται. Ό,τι ζήσαμε, ζήσαμε. Τα άλλα, αυτά που δεν προφθάσαμε, τα βλέπουμε τα βράδια να έρχονται απρόσκλητα, σαν πτήσεις χωρίς φτερά, σαν καταδύσεις χωρίς οξυγόνο, σα φονιάδες, σαν εραστές, σαν πεζοπόροι. Και δίπλα τους, ήρωες που δεν είναι σαν τους φίλους μας, εχθροί που δε μας αξίζουνε, έρωτες που τινάξανε τις στάχτες τους, κόσμοι που ποτέ δε θα ταξιδέψουμε. Μένουν λοιπόν ετούτες εδώ οι αλκοολικές νύχτες, οι ηλιόκαυτες μέρες, τα άφιλτρα φεγγάρια, τα ιδρωμένα πρωινά, να μετράνε όλα το χρόνο σαν αίσθηση. Σαν εκπνοή μετά από βαθιά ανάσα που κράταγες μέσα αιώνες.
Είναι γνωστές ετούτες οι αξίες. Σ΄ αυτόν τον κόσμο ανήκουμε, το νιώθουμε μα δεν το ομολογούμε. Μα ήδη αρχίζει σιγά σιγά να υφαίνεται το ρούχο της επιστροφής σου με τη λεπτή κλωστή των αναγκών. Με τούτα χορταίνεις ολόκληρος νομίζεις, μέχρι που η πραγματική πείνα αρχίζει να κατατροπώνει τις περισσότερες επιθυμίες. Και του χρόνου θα ξέρεις ότι μια ματιά στο γαλάζιο και μια θέση στον ήλιο είναι κάτι που κανείς δεν μπορεί ποτέ να στο απαγορεύσει.