O προπάππους της Μαντώς, Ιωάννης Μαυρογένης, ζούσε στα Μάρμαρα της Πάρου και ήταν πατέρας του Νικόλαου Μαυρογένη ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας (ο οποίος κατασκεύασε τις τρεις μαρμάρινες κρήνες που βρίσκονται στον κεντρικό δρόμο της Παροικίας) και του Δημητρίου Μαυρογένη, πατέρα του Νικόλαου, που ήταν ο πατέρας της Μαντώς.
Οι Παριανοί για να τιμήσουν την ηρωίδα τους έδωσαν το όνομά της στην κεντρική πλατεία του νησιού, στην οποία στέκει και η προτομή της. Κοντά στην ίδια πλατεία βρίσκεται και το σπίτι στο οποίο πέρασε τα τελευταία της χρόνια.

Ο Δημήτριος Υψηλάντης.

Ο Ιωάννης Καποδίστριας.

Μαντώ Μαυρογένους

Κείμενο: Μάρω Βούλγαρη | Εικονογράφηση: Δήμητρα Κατσαούνη

Η ηρωίδα που μάγεψε την Ευρώπη


Την έλεγαν Μαγδαληνή και γεννήθηκε το 1796 στην Τεργέστη. Οι αρετές της, η φήμη, η ομορφιά της, οι λεπτοί τρόποι, το ευρωπαϊκό στυλ, η θαρραλέα ψυχή της ενέπνευσαν τους ευαίσθητους νέους της Ευρώπης του Διαφωτισμού. Μια γυναίκα συναρπαστική, ρομαντική, ανιδιοτελής, μια φεμινίστρια πριν από το φεμινισμό, μια πραγματική Ελληνίδα που έγραψε ιστορία, που ήξερε να αγαπά πολύ και που προδόθηκε με όλους του τρόπους.

La Bella Greca
Ήταν το πέμπτο παιδί του Νικολάου και της Ζαχαράτης Μαυρογένους, από ξακουστή οικογένεια με ρίζες από την Πάρο και καταγωγή από τη Μύκονο. Διωγμένη από τη Μολδοβλαχία πριν την Επανάσταση του 1821, ζούσε στην ελληνική παροικία της Τεργέστης. Κόρη εμπόρου και Σπαθάρη του Ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας, που μεγάλωσε μέσα στις ανέσεις και το ευρωπαϊκό γούστο, η Μαντώ, έλαβε ανώτερη μόρφωση, μιλούσε γαλλικά, ιταλικά και τουρκικά και ήταν βαφτισμένη από μικρή στα νάματα του Διαφωτισμού. Ο πατέρας της ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρείας, και οικονομικός ευεργέτης του αγώνα του επαναστάτη Λάμπρου Κατσώνη. Έτσι, μια ντελικάτη επαναστάτρια γεννήθηκε στους κόλπους της καθημαγμένης Ελλάδας.

Όλα για την πατρίδα
Το 1818 χάνει τον πατέρα της και μετακομίζει στην Τήνο υπό την προστασία του επίσης «Φιλικού» θείου της ιερέα Παπαμαύρου. Εκεί τη βρίσκουν τα νέα του ξεσηκωμού και τη στέλνουν στη Μύκονο όπου πρωτοστατεί στην εξέγερση των νησιωτών. Με τα χρήματα της προίκας της εξοπλίζει δύο πλοία και τα επανδρώνει για να λάβουν άμεσα μέρος στον αγώνα. Το 1821 άλλα τέσσερα πλοία εξοπλίζονται με δικά της έξοδα και προσαρτώνται στον στόλο του Ναύαρχου Τομπάζη. Για τον Αγώνα ξοδεύει 700.000.000 γρόσια που ισοδυναμούσαν τότε με ένα εκατομμύριο χρυσά φράγκα. Για τον σκοπό αυτό, προσφέρει όλη την τεράστια ακίνητη περιουσία της. Προσφέρει ακόμη και τα πολύτιμα προσφιλή αντικείμενά της και τα κοσμήματά της. Το 1822 επικεφαλής του στόλου αποκρούει την επίθεση των Αλγερινών και οργανώνει σώμα πεζικού -αποτελούμενο από έξι αποσπάσματα των 50 ανδρών- το οποίο ενίσχυε τις μάχες που γίνονταν στη στεριά συνοδεύοντας το η ίδια στην Εύβοια, στο Πήλιο, στη Λιβαδειά και στη Φθιώτιδα. Πώς γίνεται όμως κανένας έλληνας ιστορικός εκτός από τον Νικόλαο Δραγούμη να μην έχει αναφέρει πουθενά αυτήν την τόσο ιδιαίτερη, την τόσο ανιδιοτελή και τολμηρή προσωπικότητα με την ανυπολόγιστη προσφορά στην απελευθερωτικό αγώνα;

Φεμινίστρια πριν το φεμινισμό
Η Μαντώ Μαυρογένους, η «ωραία κόρη της Μυκόνου» όπως την ονόμασε ο Πουκεβίλ, ήταν μια νέα όμορφη γυναίκα, χαριτωμένη, ψηλή, λυγερόκορμη, περήφανη και θαρραλέα, γαλουχημένη με φιλοπατρία κι ευσέβεια από τον θείο της ιερέα Μαύρο. Στη σύσκεψη των προκρίτων της Μυκόνου μέσα σε ένα αυστηρά ανδροκρατούμενο περιβάλλον ορθώνει το ανάστημά της και με ενθουσιασμό δηλώνει και υπόσχεται: “Έρχομαι να προσφέρω την περιουσίαν μου δια τον αγώνα του Γένους. Μη χάνωμεν καιρόν. Εμπρός! Στην θάλασσαν τα καράβια μας. Μη μένωμεν οι τελευταίοι να κηρύξωμεν την ανεξαρτησίαν μας!”. Αυτό τη φέρνει σε ρήξη με την οικογένειά της. Η μητέρα της αρνείται να τη βλέπει να αδειάζει τα σεντούκια της οικογενειακής περιουσίας και να αρματώνει πολεμικά πλοία. Αλλά η Μαντώ έχει μόνο μια απάντηση: “Η Πατρίς μου να ελευθερωθή και αδιάφορον τι θα γίνω εγώ”.

Το ρεύμα του Φιλελληνισμού
Για τους Φιλέλληνες η Μαντώ υπήρξε ένα ρομαντικό ίνδαλμα. Οι νέοι της Ευρώπης έβλεπαν στο πρόσωπό της τα ιδεώδη του Διαφωτισμού: Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφοσύνη. “Η αγάπη μου για τον τόπο μου, η αφοσίωση στη θρησκεία μου, η δίψα μιας δίκαιης εκδίκησης γέμισαν έξαλλη ορμή και πολεμικό πάθος της ψυχή μου. Λαχταρώ για μια μέρα μάχης όπως εσείς αδημονείτε για έναν χορό. Δεν υπάρχει άλλο κοινό γνώρισμα παρά οι φυσικές χάρες που μ’ αυτές μας επροίκισε ο ουρανός. Διαφέρουμε ακόμα και στον τρόπο που τις χρησιμοποιούμε. Εσείς κάνετε χρήση αυτών ενάντια στον προορισμό τους και δεν αντιπροσωπεύετε παρά όντα παθητικά. Πιο ευτυχής εγώ, έδωσα στις φυσικές χάρες έναν χρήσιμο προορισμό για τη δόξα και για τις μεγάλες ωφέλειες των ανθρώπων.” έγραψε σε μια από τις επιστολές της προς τις κυρίες του Παρισιού προσδοκώντας σε οικονομική βοήθεια.
Το 1825 ο Γάλλος Φιλέλληνας Ζινουβιέ κυκλοφόρησε στα γαλλικά μια νουβέλα του για τη Μαντώ η οποία εξαντλήθηκε αμέσως. H Ευρώπη τη θεωρεί σύμβολο θάρρους και αυτοθυσίας. Η ίδια χρονιά όμως τη βρίσκει να διαμένει στο Ναύπλιο σε ένα μισοερειπωμένο σπίτι να εκποιεί και τα τελευταία ακίνητα της τεράστιας άλλοτε περιουσίας της για να συντηρήσει τον εαυτό της. Τον επόμενο χρόνο πουλάει τα κοσμήματά της για την περίθαλψη των Ελλήνων που σώθηκαν από την έξοδο του Μεσολογγίου: περίτεχνα μαλαματένια δαχτυλίδια, σμαραγδένια σκουλαρίκια, χρυσούς σταυρούς με κόκκινα ρουμπίνια, το μαλαματένιο της ρολόι, ένα μαργαριταρένιο περιδέραιο και άλλα οικογενειακά κειμήλια.

Ο Δημήτριος Υψηλάντης
Η γνωριμία της με τον Δημήτριο Υψηλάντη οδήγησε σε μια ερωτική σχέση που συζητήθηκε πολύ. Το σπίτι της λεηλατήθηκε δυο φορές τιμωρητικά για την “ελευθεριότητα” με την οποία η Μαντώ βίωσε τη σχέση της. Ανάμεσα τους υπήρξε υπόσχεση γάμου. Ο Υψηλάντης μάλιστα συνέταξε ένα συμβόλαιο στο οποίο της υποσχόταν πως θα την παντρευόταν όταν θα τελείωνε η επανάσταση. Συκοφαντήθηκε όμως από τον Κωλέττη ο οποίος έβλεπε με πολύ κακό μάτι το λαμπρό ζευγάρι με τον ρωσόφιλο προσανατολισμό. Κατασκεύασε λοιπόν μια φήμη ότι η Μαντώ απατούσε τον Υψηλάντη με τον Βρετανό Έντουαρντ Μπλακιέρ, ο οποίος είχε έρθει στην Ελλάδα ως υπεύθυνος της δεύτερης δόσης του αγγλικού δανείου. Με τις φήμες αυτές κατάφερε να ψυχράνει τη σχέση του ζευγαριού, και εν τέλει να τη διαλύσει. Ο Υψηλάντης αθέτησε τη συμφωνία και η Μαντώ Μαυρογένους η πιο περιζήτητη νύφη της εποχής της, έμεινε αστεφάνωτη κι εκτεθειμένη, βορά στις φήμες της εποχής, αλλά σύντομα και στη φτώχεια και την κατάθλιψη. Τα οργισμένα της γράμματα προς την κυβέρνηση αλλά και προς τον ίδιο τον Υψηλάντη αποτυπώνουν τον θυμό και την απόγνωση, την ερημιά και το αίσθημα αδικίας που ένιωθε η σπουδαία αυτή γυναίκα. Σαν να μην έφτανε αυτό, οι αντιρωσικοί κύκλοι οργάνωσαν την απαγωγή της χρησιμοποιώντας σωματοφύλακες του ίδιου του Υψηλάντη, οι οποίοι τη γύρισαν στο νησί της απαγορεύοντας της μάλιστα να ξαναπάει στο Ναύπλιο προκειμένου να τον συναντήσει.

Ο δίκαιος Καποδίστριας
Ο Ιωάννης Καποδίστριας ήταν ο μόνος που εμπράκτως αναγνώρισε τις θυσίες αυτής της γυναίκας. Όρισε μια τιμητική σύνταξη για την ηρωίδα κι ένα κατάλυμα για να στεγαστεί προσωρινά. Έκανε όμως και κάτι πιο σπουδαίο. Έδωσε στη Μαντώ την εποπτεία του ορφανοτροφείου που ίδρυσε. Της απένειμε επίσης τον βαθμό του Αντιστράτηγου κι εκείνη, που πάντα ήξερε να δίνει, του ανταπέδωσε την τιμή χαρίζοντάς του ένα σπαθί, οικογενειακό κειμήλιο πολλών αιώνων, που έφερε την επιγραφή “Δίκασον κύριε τους αδικούντας με, τους πολεμούντας με, βασίλευε των Βασιλευόντων”. Όμως μετά τη δολοφονία του Κυβερνήτη καμία από αυτές τις παροχές δεν μπόρεσε να κρατήσει η Μαντώ. Ήταν πλέον άπορη. Μια γυναίκα ολομόναχη που μέσα σ’ αυτήν την ερημιά έχει ν’ αντιμετωπίσει και τον θάνατο του Υψηλάντη. Ο θυμός της γίνεται πένθος. Ακολουθεί τη νεκροπομπή σαν πραγματική χήρα του και φεύγει οριστικά από το Ναύπλιο βρίσκοντας καταφύγιο στην Πάρο.

Η Μαντώ στην Πάρο
Η Μαντώ έρχεται στην Πάρο για να μείνει στο σπίτι των θείων της κι απευθύνει επιστολή προς τον βασιλιά Όθωνα για να λάβει μια βασική σύνταξη καθώς έχει πουληθεί ή λεηλατηθεί και το παραμικρό στοιχείο της περιουσίας της. Καμία απάντηση. Δεύτερη επιστολή. Επίσης καμία απάντηση. Τον Ιούλιο του 1840, η άλλοτε λαμπερή κι όμορφη αρχοντοκόρη, είναι μόλις 44 ετών. Στο τελευταίο σταυροδρόμι της μοίρας της την περιμένει ένας τυφοειδής πυρετός και φεύγει από τη ζωή καθιστώντας την Πάρο τελευταία της κατοικία. Οι καμπάνες της Εκατονταπυλιανής σημαίνουν πένθιμα. Η Μαντώ Μαυρογένους πεθαίνει από τύφο, πάμπτωχη, έρημη…
“Το φέρετρον της ηρωίδος έχει επενδυθή με χρυσοΰφαντον ύφασμα… η ηρωίς εις το φέρετρόν της εφόρει την στολήν του αντιστρατήγου” (Πάπυρος Πρες, Ιστορία Εικονογραφημένη, Μάρτιος 1999). Η μαρμάρινη πλάκα του τάφου της βρισκόταν στο προαύλιο της Εκκλησίας μέχρι το 1961. Από τότε, και μετά την αναπαλαίωση του προαύλιου χώρου η πλάκα μετακινήθηκε και χάθηκαν τα ίχνη του μνήματος στερώντας τους νησιώτες από έναν ιερό τόπο προσκυνήματος. Την τελευταία κατοικία της λατρεμένης τους ηρωίδας, της νησιώτισσας δικής τους αγίας.