Όταν αποφάσισαν οι γονείς μου να φύγω από το νησί εγώ δεν ήθελα. Για περίπου ένα μήνα κάθε μέρα έκλαιγα.

Το μεροκάματο απ’ το νταμάρι το έστελνα για να ξεχρεώσω το χωράφι.

Ανάργυρος Εμμανουήλ Λουκής
Η ζωή στα δύσκολα χρόνια

Κείμενο: Μάρω Βούλγαρη

Γεννήθηκα το 1941, ανήμερα των Αγίων Αναργύρων στο Καμάρι της Πάρου και με γράψανε στην κοινότητα Λευκών. Η μητέρα μου ήτανε από τις Μάλτες κι ο πατέρας μου Λευκιανός. Είμαι το έβδομο παιδί μιας οικογένειας με εννέα παιδιά. Δύσκολα χρόνια πολύ φτωχά. Ως παιδί πεινούσα συνέχεια. Τα προϊόντα ήταν λίγα. Λίγο γάλα, τυρί, ψωμί, κανένα φρούτο, αυτά όλα κι όλα. Στο σπίτι είχαμε γίδια, άλογα, μουλάρι και κότες. Όταν ήμουν δώδεκα χρονών είχαμε περίπου εκατόν εξήντα γίδια και αγελάδες.


Στην Kατοχή
είχαμε κρατήσει αλεύρι κριθαρένιο να περάσουμε τρία χρόνια.
Ο πατέρας μου όμως είχε πει πως όποιος περνούσε απ’ το σπίτι μας δεν θα έφευγε νηστικός. Έρχονταν λοιπόν οι άνθρωποι κι έπαιρναν ψωμί για την οικογένειά τους. Τα τρόφιμα τα κρύβαμε σε πιθάρια μέσα στο χώμα. Αλέθαμε λίγο λίγο το αλεύρι σε χερόμυλο, γιατί αν το στέλναμε στο μύλο θα το μετράγανε και θα ζητάγανε οι Ιταλοί μερίδιο.
Θυμάμαι που ήρθαν οι Ιταλοί με όπλα στο σπίτι μας και στάθηκαν έξω από το μακρόσπιτο. Ζητάγανε λάδι, τυρί και κρέας. Η μάνα μου τους είπε “έχω πολλά παιδιά, δεν έχω”. Την έβρισαν χυδαία και γύρισαν τα όπλα επάνω της. Εμείς από το φόβο μας κρυφτήκαμε κάτω από τα φουστάνια της. Και βγήκε μια γειτόνισσα που της είχαν επιτάξει το σπίτι, και τους είπε ότι θα τους αναφέρει στον κομαντάντε. ‘Έτσι γλιτώσαμε.

Το χωριό είχε πολλά παιδιά, και τα σπίτια όλα γεμάτα. Ο κόσμος ήταν αγαπημένος, χαμογελούσε, έλεγε καλημέρα. Πόσο με πληγώνει τώρα που περνούν από μπροστά σου χωρίς να σε χαιρετάνε…
Όταν γιόρταζε κάποιος πηγαίναμε όλοι να τον χαιρετήσουμε. Ήταν πολύ ωραίες οι γιορτές. Δεν είχανε πλούσια φαγητά, λίγο τυράκι, καμιά ντοματούλα, μπορεί και καμιά ρέγγα. Πιάναν όμως τα τουμπάκια και τις τσαμπούνες και χόρευε όλο το χωριό.
Η Αλυκή ήταν ένα ψαροχώρι. Όλα κι όλα έξι σπίτια. Είχαν καΐκια κι έκαναν εμπόριο.
Ο μπάρμπα Κωνσταντής είχε το “Μοσχούλα” και γύριζε μ’ αυτό όλα τα νησιά.
Ο μπάρμπα Μανώλης είχε τράτα. Υπήρχε και το “εργοστάσιο σταφυλιών” του καπετάν Ανδρέα που έστελνε βάφτρα στη Γαλλία. Ερχόταν μετά τον τρύγο και ξεφόρτωναν το μούστο τα γαϊδουρομούλαρα. Κι από κει ο μούστος να μπαίνει στα καΐκια με τις φυσούνες.
Στα πανηγύρια πηγαίναμε αποβραδίς και την άλλη μέρα μετά τη λειτουργία έβγαινε το φαγητό και γλεντάγαμε πάρα πολύ. Τα μεγάλα μας πανηγύρια ήτανε του Σταυρού, του Αϊ Γιωργιού, των Αγίων Αναργύρων, του προφήτη Ηλία, των Αγίων Θεοδώρων, και του Αγίου Χαραλάμπους στην Ανεραντζιά που απ’ έξω από την εκκλησία έβλεπες τότε ίσαμε πεντακόσια μουλάρια.
Είχαμε κι άλλες γιορτές. Τη μέρα του Κλείδωνα μαζευόμασταν όλοι στο σπίτι του μπάρμπα Γιώργου του Παντελαίου, είχαμε μια παλιάτσα (πιθάρι) και ρίχναμε από ένα αντικείμενο μες το νερό. Όποιος έπιανε το αντικείμενο ταίριαζε κι ένα στιχάκι που το έστελνε σ’ αυτόν που το ΄χε ρίξει.

Στους Μάηδες κλέβαμε λουλούδια για το στεφάνι μας. Κι όταν σε σαράντα μέρες πια είχανε ξεραθεί, ανάβαμε τις φωτιές και πηδάγαμε από πάνω. Κάναμε μιαν ευχή όταν πηδάγαμε τη φωτιά. Από μέσα μας να μην την ακούσει κανείς.
Παίζαμε και τ’ αμίλητο νερό. Πηγαίνανε τρεις πρωτογόνατες (πρωτότοκες) κοπέλες σε τρία πηγάδια να φέρουν το νερό και δεν έπρεπε να μιλήσουνε ό,τι κι αν τους λέγαμε εμείς.
Οι Λεύκες ήτανε πολύ μοντέρνο χωριό για την εποχή. Ο κόσμος έφερνε λεφτά από τη μετανάστευση. Είχανε καλύτερα έπιπλα, καλύτερα ρούχα… Μην φανταστείτε όμως τίποτα πλούτη. Με ένα ζευγάρι βέρες παντρευόταν όλο το χωριό. Το ίδιο και στο θάνατο. Με μια κάσα θάβονταν όλοι.
Η Παροικιά ήτανε τόπος φτωχός. Πηγαίναμε και τους πουλάγαμε ξύλα για να μπορούν να μαγειρέψουν.

Όταν αποφάσισαν οι γονείς μου να φύγω από το νησί εγώ δεν ήθελα. Για περίπου ένα μήνα κάθε μέρα έκλαιγα. Έπρεπε να ξεχρεώσω ένα κτήμα και δεν είχα άλλο τρόπο παρά να πάω κι εγώ στα νταμάρια της Πεντέλης όπου δούλευαν τότε πολλοί Παριανοί. Το πήρα απόφαση λοιπόν. Ήμουνα τότε δεκαέξι χρονών.
Πήγα έβγαλα μερικά κούτσουρα κι έφτιαξα ένα καμίνι. Έφερα νερό, το ‘σβησα και πούλησα τα κάρβουνα στο Χριστό στο Μοναστήρι. Πήρα τότε τριακόσιες πενήντα δραχμές. Πάω και παίρνω ένα σακάκι, ένα παντελόνι καφέ με άσπρες ριγούλες, ένα πουκάμισο ζέρσεϊ, ένα ζευγάρι παπούτσια κι ένα ψαθάκι. Με τα υπόλοιπα λεφτά ήρθα στην Αθήνα.
Ετοιμάζω ένα τσουβάλι με τα ρούχα μου, και στις 29 Ιουλίου με παίρνει ο μπαρμπαγιάννης ο Χρυσανθόγερος και με πηγαίνει στο Χολαργό. Συναντώ εκεί τον αδερφό μου το Νίκο και μου λέει θα πάρεις το λεωφορείο και θα κατέβεις στο “τρύπιο κατοστάρι”. Από κει θα πάρεις ένα δρόμο μέχρι το τέρμα που είναι τα νταμάρια. Εκεί θα ζητήσεις δουλειά. Τελικά με πήρε κάποιος Ματσάγκος. Ξεκίνησα να δουλεύω και να μένω σ’ ένα καλύβι στο βουνό. Δεν είχα κουβέρτες δεν είχα τίποτα. Κάθε βράδυ από την πίκρα μου, ανέβαινα στην κορφή να δω την Πάρο κι έκλαιγα.
Κάθισα εκεί περίπου δυο μήνες αλλά δεν άντεχα τη βαρβαρότητα αυτών των ανθρώπων. Πιο κάτω βρήκα ένα άλλο νταμάρι. Λεγόταν Παντελαίος από τη Μάρπησσα. Κάθισα εκεί τρεις μήνες κι έτρωγα κάθε μέρα όσπρια. Το πρωί χαράματα φόρτωνα στα φορτηγά και μ’ αυτά τα λεφτά εξασφάλιζα την τροφή μου. Το μεροκάματο απ’ το νταμάρι το έστεαλνα για να ξεχρεώσω το χωράφι.
Πιάνει μια νύχτα ένας κατακλυσμός και χάλασε όλους τους δρόμους. Κάθε αφεντικό έστειλε κι από έναν εργάτη για να τους φτιάξουν . Με είδανε τα άλλα αφεντικά και με πήρανε αμέσως στα άλλα λατομεία. Πήγα στο μακαρίτη τον Αρκουλή και κάθισα πολλά χρόνια.
Κάθε Σάββατο κατεβαίναμε στην Πλατεία Κάνιγγος για πληρωμή. Κάποιο Σάββατο που γύρισα πίσω στο καλύβι μου χιόνισε για τα καλά. Ξυπνάω την άλλη μέρα και βλέπω πενήντα πόντους χιόνι. Σκεπάστηκε όλο το βουνό και τη νύχτα ούρλιαζαν τα τσακάλια. Δέκα μέρες και δέκα νύχτες έμεινα εκεί μόνος και αποκλεισμένος. Σκεφτείτε δεκαεφτά χρόνων παιδί. Όταν βελτιώθηκε ο καιρός ήρθε και με βρήκε ο αδερφός μου. Κατεβήκαμε από κει με τα πόδια μέχρι τη νέα Πεντέλη κι εκεί ένας μπακάλης μας κέρασε δυο κονιάκ που δεν θα ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου.

Δύο χρόνια έμεινα στην καλύβα πάνω στο βουνό. Μετά νοικιάσαμε πολλοί μαζί μια κάμαρα στη Νέα Πεντέλη.

Δεν αγάπησα ποτέ την Αθήνα. Στην Πάρο έχω επιστρέψει εδώ και επτά χρόνια. Προσπαθώ να νιώσω όπως παλιά αλλά δεν μπορώ. Έζησα την αγνή ζωή του χωριού. Το χρήμα χάλασε πολλά πράγματα. Πουλήσαμε τις παραλίες όλες. Πήραμε “χαρτιά” εμείς κι εκείνοι τις περιουσίες μας. Ήρθα πολλές φορές σε ανάγκη αλλά δεν πούλησα κανένα κτήμα μου. Χαίρομαι που κράτησα τη γη μου και χαίρομαι που βλέπω ότι τα παιδιά μου την εκτιμούν. Γιατί έχω πονέσει πολύ γι’ αυτήν. Όταν αγαπάς έναν τόπο δεν τον πουλάς. Εγώ σέβομαι και αγαπώ κάθε του πέτρα.

Πληροφορίες για τους παριανούς λατόμους θα βρείτε στο βιβλίο της Κυριακής Ραγκούση-Κοντογιώργου «Παριανοί Λατόμοι – Από την Πάρο στην Πεντέλη» Εκδόσεις ΑΝΘΕΜΙΟΝ, Πάρος 2009