Η Αντίπαρος την εποχή της “Μανταλένας”
Κείμενο: Ελένη Κατσάρου
Το καλοκαίρι του 1960 η «ξεχασμένη και από τον Θεό» Αντίπαρος επιλέγεται από τη Finos Film για τα γυρίσματα της ταινίας «Μανταλένα». Η ζωή στο νησί αλλάζει τελείως ρυθμούς και για περίπου δύο μήνες το Κάστρο, η πλατεία, η βρύση γίνονται το σκηνικό της ταινίας που θα φτάσει μέχρι το Φεστιβάλ των Καννών το 1961. Αν και ο τόπος δεν αναφέρεται στην ταινία με το πραγματικό του όνομα αλλά ως Ασπρονήσι, η Αντίπαρος (που μέχρι τότε δεν έβλεπε πολλούς «ξένους») αρχίζει να δέχεται ολοένα και περισσότερους επισκέπτες.
Η «Μανταλένα» υπήρξε μια ταινία–σταθμός στην καριέρα της πρωταγωνίστριάς της, της Αλίκης Βουγιουκλάκη. Η ιστορία της ηρωίδας της ταινίας είναι βγαλμένη από τη ζωή και την εμπνεύστηκε ο Γιώργος Ρούσσος, αντιπαριώτης δημοσιογράφος και παράλληλα ιστορικός συγγραφέας. Η Μανταλένα είναι ένα κορίτσι με θάρρος που παλεύει με τις δυσκολίες της ζωής. Είναι κόρη βαρκάρη και όταν μένει ορφανή αποφασίζει να συνεχίσει τη δουλειά του πατέρα της. «Μες σ’ αυτή τη βάρκα είμαι μοναχή κι έχω συντροφιά μου κάτασπρο πουλί» τραγουδάει η Μανταλένα σε μια χαρακτηριστική σκηνή της ταινίας. Στο τέλος, φυσικά, όλα θα γίνουν καταπώς πρέπει. Και στη βάρκα της Μανταλένας κουμάντο θα κάνει ο έρως – με τη βοήθεια του παπά του χωριού, βέβαια. Γιατί και ο έρωτας ήθελε την ευλογία του εκείνα τα χρόνια. Τουλάχιστον στον ελληνικό κινηματογράφο…
Το 1960 η Μαργαρίτα Μαούνη ζει στην Αντίπαρο, είναι παντρεμένη και έχει ήδη δύο παιδιά, τη Χρυσούλα και τον Μάρκο. «Εκείνη την εποχή όλα αυτά τα σπίτια που βλέπετε δεν υπήρχαν».
Είμαστε στο 2014 και η κυρία Μαούνη βρίσκεται στη βεράντα του γιου της, σε έναν ευλογημένο κήπο με ξεχωριστή θέα σε όλο το νησί. Με το φωτεινό της βλέμμα μάς δείχνει κατά τη Χώρα του νησιού και συνεχίζει: «Όλα αυτά ήταν χωράφια κι αμπέλια και για να πάμε στο σπίτι μας τα διασχίζαμε. Ηλεκτρικό δεν υπήρχε και για τρεχούμενο νερό ούτε λόγος! Πηγάδια είχαμε τότε και πηγαίναμε στις γούρνες για να πλύνουμε».
Ως νέο κορίτσι της επαρχίας, έπρεπε να είναι πίσω στο σπίτι με την καμπάνα του εσπερινού, αλλιώς η κληματόβεργα έπεφτε… σύννεφο. Τα κατάφερνε, ωστόσο, και πήγαινε ακόμα και στους χορούς κάθε Κυριακή. Από τα λεγόμενά της μαθαίνουμε πως στα δικά της τα χρόνια οι ερωτευμένοι της Αντιπάρου είχανε για «σύμμαχο» τον Αϊ–Γιάννη τον Κλήδονα. Εκείνη την εποχή οι άνθρωποι δούλευαν σκληρά κάθε μέρα τη γη και τη θάλασσα. «Είχαμε αμπέλια, στάρι, κριθάρι… Αλέθαμε στους μύλους, όπως δείχνει και το έργο. Όταν γυρίστηκε η ταινία είχαμε θέρο, δύσκολη δουλειά, αλλά όλο το χωριό απασχολήθηκε στα γυρίσματά της και όλοι βρεθήκαμε με χαρτζιλίκι. Και το χρειαζόμασταν το χαρτζιλίκι, γιατί το τεφτέρι του μπακάλη λειτουργούσε ακριβώς όπως και στη “Μανταλένα”».
Κι αν ερχόταν κάποιος επισκέπτης στην Αντίπαρο πού έμενε; «Δεν υπήρχε τίποτα, τίποτα τότε! Θυμάμαι, μικρή όταν ήμουν, εμφανιζόταν στο νησί κανένας ξένος για δουλειά, έβγαινε στον έρημο δρόμο και έφτανε στο καφενείο του πατέρα μου. Κάτι έπρεπε να φάει αυτός ο άνθρωπος και κάπου ήθελε να κοιμηθεί. Τότε η μάνα μου του έφτιαχνε αβγά τηγανητά και μετά για ύπνο είχαμε έναν καναπέ, εκεί του στρώναμε να κοιμηθεί, και την επομένη έφευγε με τη βάρκα. Τι νομίζετε; Δεν αγοράζαμε κρέας τότε. Ένα κατσίκι ψήναμε το Πάσχα και αυτό που έμενε το τηγανίζαμε, το ξανατηγανίζαμε, το φρεσκάραμε και το ξαναφρεσκάραμε μέχρι να τελειώσει. Κρέας έτρωγαν ο παπάς, ο αστυνομικός και ο τελώνης… Είχαμε και τελώνη τότε! Ξεχασμένοι ήμασταν. Από τη Βουγιουκλάκη έμαθε ο κόσμος την Αντίπαρο».
Στην ταινία εμφανίζεται στο γλέντι στην πλατεία, πριν από τον αρραβώνα της Μανταλένας. Τραγουδά μαζί με άλλους έναν μπάλο που έγραψε ο Μάνος Χατζιδάκις. Στην ταινία δεν έγινε πλέι μπακ σε καμία σκηνή – ο Μάνος Χατζιδάκις είχε στείλει τα τραγούδια της ταινίας ηχογραφημένα με τη Νάνα Μούσχουρη, για να τα μάθει η Αλίκη και να τα πει «όσο το δυνατόν προσπαθώντας να μη μιμηθεί την άλλη εθνική μας σταρ». Στο πλάνο η Μαργαρίτα Μαούνη με άλλες δύο κοπέλες κρατάει στο χέρι της ένα ποτήρι. Δεν ξεχωρίζει μόνο γι’ αυτό. Είναι πολύ όμορφη και εξαιρετικά καλλίφωνη: «Με πήραν γιατί τραγούδαγα και στα γυρίσματα δεν είχα βαφτεί καθόλου».
Το ντεμπούτο της κυρίας Μαργαρίτας δεν είχε συνέχεια και η ίδια δεν έχει κρατήσει ούτε μια φωτογραφία από τα γυρίσματα της ταινίας. Για την Αλίκη μόνο καλά λόγια έλεγαν όλοι και αυτό που θυμάται χαρακτηριστικά είναι ότι η εθνική μας σταρ ήθελε μόνο αβγά με κολοκυθάκια τηγανητά.
Μας λέει λεπτομέρειες για τη ζωή στην Αντίπαρο και μας αναφέρει με ευκολία ονόματα από το παρελθόν, μας μιλάει για τους ταχυδρόμους που παίρνανε τα καλάθια από την Αντίπαρο στην Πάρο και στον Πειραιά, για τα καΐκια που πέρναγαν τον κόσμο απέναντι… Ακόμα θυμάται και το σύνθημα που είχαν για τον βαρκάρη όσοι είχαν ξεμείνει στην Πούντα: την ημέρα ήταν η ανοιχτή πόρτα της εκκλησίας και τη νύχτα μια φωτιά στην παραλία. Και αν δεν ερχόταν ο βαρκάρης, υπήρχε η εκκλησιά να φιλοξενήσει τον οδοιπόρο…
«Εμείς τα ζούσαμε αυτά και τα ξέρουμε» λέει και μας διευκρινίζει με γλυκύτητα: «Σήμερα τα πράγματα είναι πολύ καλύτερα».
Δεν σας λείπει τίποτα από τότε, κυρία Μαργαρίτα; τη ρωτήσαμε λίγο πριν φύγουμε. «Μόνο τα νιάτα μου μου λείπουν! Τι άλλο να μου λείπει; Σήμερα έχω περισσότερα από όσα είχα τότε. Μόνο τα νιάτα μου».
Και ο έρωτας, κυρία Μαργαρίτα; Στην ταινία νίκησε ο έρωτας… Στην Αντίπαρο; «Εδώ όλα τα κορίτσια παντρευόμασταν από έρωτα» λέει. Και με το φωτεινό της βλέμμα ψάχνει για τον άντρα της, που μας έχει αφήσει διακριτικά όσο η κυρία Μαργαρίτα μάς μιλούσε για την Αντίπαρο την εποχή της «Μανταλένας».