Κλίβανοι εργαστηρίου κεραμικής.
Αναπαράσταση.
Το αρχαίο κεραμικό εργαστήρι
στην Παροικιά
Κείμενο: Αυγή Καλογιάννη | Φωτογραφίες: Αρχείο Γιάννου Κουράγιου
Σε μια ήσυχη και μάλλον απόμερη γειτονιά της Παροικιάς, γνωστή με το όνομα «Θoλάκια»,
όπου σπάνια φτάνουν οι τουρίστες,
υπάρχει ένα σπίτι αλλιώτικο από τα άλλα.
Στο υπόγειο του σπιτιού της οικογένειας Σκιαδά δεν υπάρχουν ούτε βαρέλια για κρασί ούτε εργαλεία. Στο υπόγειο αυτού του σπιτιού βλέπει κανείς καμίνια και δεξαμενές από ένα αρχαίο κεραμικό εργαστήρι, που κι αυτό με τη σειρά του φτιάχτηκε πάνω στα ερείπια ενός αρχαιότερου σπιτιού!
Aλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Λόγω της μεγάλης ανάπτυξης της Παροικιάς τα τελευταία 30 χρόνια, έχουν γίνει πολλές σωστικές ανασκαφές κι έτσι τώρα πια γνωρίζουμε πού βρίσκονταν τα τείχη, το νεκροταφείο, τα ιερά, τα σπίτια και τα εργαστήρια.
Τα «Θολάκια» λοιπόν φαίνεται πώς ήταν… βιομηχανική ζώνη καθώς λίγο πιο πάνω έχει βρεθεί εργαστήρι γλυπτικής στο οικόπεδο της Ειρήνης Γλύπτη(!).
Το εργαστήριο ανασκάφηκε από το 1986 έως και το 1988 από τον Γιάννο Κουράγιο, υπεύθυνο αρχαιολόγο του νησιού. Μάλιστα, το 1999 ήρθε στο φώς η συνέχεια των εργαστηριακών εγκαταστάσεων στο διπλανό οικόπεδο και ο ίδιος συνέχισε την ανασκαφή σε συνεργασία με τον αρχαιολόγο Απόστολο Παπαδημητρίου. Το εργαστήριο στο οικόπεδο Σκιαδά είναι ένα θαυμάσια οργανωμένο εργαστήριο παραγωγής κεραμικών των ελληνιστικών χρόνων. Αποτελείται συνολικά από 6 κλιβάνους, 2 δεξαμενές και άλλους βοηθητικούς χώρους. Ο κεντρικός κλίβανος είναι λιθόκτιστος, κατασκευασμένος με μικρές σχιστολιθικές πλάκες. ΄Εχει διάμετρο 2,50 μ. ύψος 3 μ. και διατηρεί την είσοδό του, πλάτους 1 μ., καθώς και δύο παράθυρα αερισμού, απ’ όπου τοποθετούσαν τα αγγεία επάνω στη λιθόκτιστη σχάρα κατασκευασμένη από μεγάλες σχιστολιθικές πλάκες τοποθετημένες ακτινωτά. Οι άλλοι 4 κλίβανοι έχουν κατασκευασθεί από αρχαϊκά πιθάρια του 7ου – 6ου αι. π. Χ. από τα οποία έχει αποκοπεί η βάση και ο λαιμός για να εντοιχιστούν και να χρησιμοποιηθούν ως κλίβανοι.
Η μία από τις δεξαμενές είναι στρωμένη με σχιστόπλακες, έχει μαρμάρινη υδρορροή για την αποχέτευση του νερού και διάφορες εσωτερικές κατασκευές για την επεξεργασία του πηλού. Για τη δεύτερη έχει χρησιμοποιηθεί ένα από τα δωμάτια του σπιτιού των κλασικών χρόνων με ψηφιδωτό δάπεδο, το οποίο μετατράπηκε σε δεξαμενή στα ελληνιστικά χρόνια. Eκεί γινόταν η μετατροπή του πηλού σε εύκαμπτη και εύπλαστη μάζα, δουλειά δύσκολη, κοπιαστική και μακρόχρονη. Με αλλεπάλληλες πλύσεις με νερό σε διαδοχικές αβαθείς δεξαμενές ο πηλός καθαριζόταν από ξένα σώματα. Κατόπιν αποθηκευόταν σε νωπή κατάσταση για να ωριμάσει, τέλος ζυμωνόταν με τα πόδια για να απαλλαγεί από φυσαλλίδες αέρα. Ακολουθούσαν το πλάσιμο στον τροχό και το ψήσιμο στο καμίνι.
Στο εργαστήρι αυτό κατασκεύαζαν διάφορα αγγεία, όπως λεκάνες, αμφορείς, λυχνάρια αλλά και κυψέλες και κεραμίδια για τα οποία χρησιμοποιούσαν τους μεγαλύτερους κλίβανους. Ο μεγάλος αυτός εργαστηριακός χώρος λειτούργησε μεταξύ του 1ου αι. π.Χ. και του 1ου αι. μ.Χ., όταν η Πάρος ήταν πολύ απασχολημένη στην παραγωγή κεραμικών, ώστε να καλύψει τις ανάγκες της αυξημένης ζήτησης των διαφόρων πελατών εντός και εκτός νησιού. Το εργαστήριο αγγειοπλαστικής στο οικόπεδο Σκιαδά είναι από τα πλέον σημαντικά, αφού είναι το πρώτο που ανασκάφτηκε στην Πάρο. Για την καλύτερη προστασία των αρχαίων, το 1992 αποφασίσθηκε –πάντα με τη σύμφωνη γνώμη και την άριστη συνεργασία του ιδιοκτήτη– η διατήρησή τους σε υπόγειο και η ανέγερση της σύγχρονης οικίας από πάνω.
Όπως ξέρουμε στην Ελλάδα, όλοι αγαπάμε τα αρχαία, αρκεί να μη βρεθούν στο οικόπεδό μας! Έτσι η λύση που δόθηκε αποτελεί αδιάσειστη απόδειξη ότι το σύγχρονο και το αρχαίο μπορούν να «συμβιώσουν» αρμονικά στην Πάρο.
O αρχαίος κεραμικός κλίβανος
Ο κεραμικός κλίβανος ήταν μια πρόχειρη διόροφη κατασκευή, που έκτιζε ο ίδιος ο κεραμέας χρησιμοποιώντας πλίνθους, σπασμένα αγγεία και πηλό. Αποτελείτο από το σκαμμένο στη γη θάλαμο με τον αγωγό τροφοδοσίας για τη φωτιά και τον υπέργειο θολωτό θάλαμο, κυκλικής συνήθως διατομής, όπου στοιβάζονταν τα άψητα αγγεία. Το πήλινο δάπεδο που χώριζε τους δύο χώρους ήταν διάτρητο (σχάρα) για να αφήνει τις φλόγες να ανεβαίνουν ανάμεσα στα αγγεία. Στην οροφή, ένα άνοιγμα που έφραζε κατά βούληση με μια πλάκα διευκόλυνε τη διαφυγή του καπνού και την είσοδο του οξυγόνου. Το μεγάλο πλευρικό άνοιγμα για την τοποθέτηση των αγγείων χτιζόταν αφού γέμιζε ο κλίβανος και άνοιγε ξανά αφού τέλειωνε η διαδικασία όπτησης. Ο κλίβανος μετά από κάθε χρήση έπρεπε να επισκευαστεί ή να ξαναχτιστεί. Μία ή δύο πλευρικές οπές επέτρεπαν στον κεραμέα να ελέγχει τη θερμοκρασία από το χρώμα της φλόγας και την πορεία της όπτησης από τα δοκιμαστικά κεραμικά που ανέσυρε από το θάλαμο. Η επιτυχία εξαρτιόταν αποκλειστικά από την εμπειρία και την καλή τύχη, γι’αυτό έβαζαν αποτροπαϊκά έξω από καμίνι για να διώχνουν τους κακούς δαίμονες.
Τα αγγεία έμπαιναν μία μόνο φορά στον κλίβανο αλλά ψήνονταν σε τρία διαδοχικά στάδια. Η μέθοδος ήταν εμπειρική και χρονολογείται από τα μέσα της 2ης χιλιετίας π.Χ. Με συνεχή τροφοδοσία της φωτιάς, ύστερα από 8-9 ώρες, η θερμοκρασία έφτανε στους 940ο -950ο C. Τα αγγεία πυρακτώνονταν και με την επίδραση του οξυγόνου, που έμπαινε από τα δύο ανοίγματα, την οπή της οροφής και τον αγωγό τροφοδοσίας, στο σιδηρούχο πηλό γίνονταν κατακόκκινα. Τότε ο κεραμέας τροφοδοτούσε τη φωτιά με χλωρά κλαριά για να δημιουργηθούν καπνοί και έφραζε και τα δύο ανοίγματα. Έτσι με τη θερμοκρασία γύρω στους 900ο C και το μονοξείδιο του άνθρακα από τον καπνό, η ατμόσφαιρα μέσα στο καμίνι μετατρεπόταν από οξειδωτική σε αναγωγική και τα αγγεία μαύριζαν τελείως.
Και το κόκκινο πώς προκύπτει; Πώς τελικά από την ίδια ύλη, τον πηλό, πετύχαιναν δύο διαφορετικά χρώματα, το μαύρο και το κόκκινο;
Με αυτή την απορία ανηφόρισα στις Λεύκες να συναντήσω τον αγγειοπλάστη Κώστα Φοίφα.
Δεν μαυρίζουν, μου εξήγησε, από το καπνό όπως η κάπνα από το τζάκι μαυρίζει τον τοίχο του σπιτιού. Αυτό είναι άνθρακας και θα καιγόταν στους 900 και βαθμούς που έχει το καμίνι. Το μαύρο γίνεται επειδή η καύση δεν έχει αρκετό οξυγόνο να συνεχίσει, αφού οι αεραγωγοί είναι κλειστοί, και το παίρνει από όπου το βρει μέσα στο καμίνι, δηλαδή απο τα κεραμικά. Έτσι η φωτιά για να συνεχίσει να καίει κλέβει από το τριοξίδιο του σιδήρου Fe2O3, που είναι αυτό που κάνει τους πηλούς κόκκινους, δύο μόρια οξυγόνου και το μετατρέπει σε μονοξίδιο του σιδήρου (FeO), που έχει μαύρο χρώμα. Αλλά ο κεραμέας είναι πονηρός και δε θέλει να γίνουν ολόμαυρα, γι’ αυτό ξανανοίγει τον αέρα να μπει οξυγόνο απ’ έξω, όταν η αναγωγή γίνεται τόση ακριβώς όση χρειάζεται για να μαυρίσουν τα κόκκινα που είναι σε λεπτή στρώση, ενώ τα πιο παχιά στρώματα έχοντας περισσότερο υλικό, άρα και περισσότερο οξυγόνο, παραμένουν κόκκινα. Ο δε αγγειογράφος είναι πολύ μάστορας και ζωγραφίζει με ένα μόνο κόκκινο χρώμα (αραιωμένο πηλό) όλη τη σκηνή και εκεί που θέλει στο τέλος το αγγείο να είναι κόκκινο, βάζει πιο παχύ χρώμα χωρίς ουσιαστικά να βλέπει το σχέδιο όταν το κάνει, αφού όλα είναι κόκκινα πριν ψηθούν.
Όλη η φάση ήθελε φοβερή ακρίβεια στην προετοιμασία των χρωμάτων που έπρεπε να είναι πολύ λεπτόκοκκα, στη ζωγραφική που έπρεπε να έχει πάχος για να αντισταθεί στην αναγωγή, αλλά όχι πάρα πολύ γιατί δεν θα κόλλαγε πάνω στον πηλό και θα ξεφλούδιζε και περισσότερο από όλα στο ψήσιμο, όπου όλοι αυτοί οι χειρισμοί έπρεπε να γίνουν σε κάποιους συγκεκριμένους βαθμούς Κελσίου, πολύ πριν εφευρεθούν οι βαθμοί Κελσίου ή τα πυρόμετρα.
Στην ουσία μόνο θεωρητικά ξέρουμε πώς γινόταν και από όσο ξέρω κανείς δεν έχει αναπαραγάγει το ίδιο αποτέλεσμα με τα μέσα που είχαν τότε.
ΥΓ. Για να επισκεφθείτε το κεραμικό εργαστήρι χρειάζεται άδεια από την αρμόδια Εφορεία Αρχαιοτήτων, μπορείτε όμως εύκολα να ρίξετε μια ματιά μέσα από την προστατευτική σίτα ακολουθώντας τον δρόμο που δείχνει η σχετική πινακίδα στον περιφερειακό της Παροικιάς.