Τα μυστικά
των αρχαίων λατομείων

Κείμενο, φωτογραφίες: Αλέξης Πετίδης

Σε αντιδιαστολή με τον –μάλλον υπερβολικό– μαρμαρόστρωτο δρόμο που μοιάζει να οδηγεί στο… πουθενά, ο όλος χώρος των λατομείων δίνει μια εικόνα εγκατάλειψης. Μοναδική και εξαιρετικά ευχάριστη εξαίρεση τα σμιλεμένα από μάρμαρο σύγχρονα γλυπτά που βρίσκονται σε διαμορφωμένο ανοικτό χώρο κοντά στα αρχαία λατομεία. Πρόκειται για έργα ελλήνων γλυπτών που λαξεύτηκαν επιτόπου στα πλαίσια του 1ου Συμποσίου Γλυπτικής Πάρου το καλοκαίρι του 2011. *


«Το νησί της Πάρου είναι ένα κομμάτι μαρμάρου που αναδύεται από τα κύματα του Αιγαίου», έ
γραφε πριν μερικές δεκαετίες ένας γάλλος ελληνιστής, ο Αντρέ Μπονάρ, θέλοντας να τονίσει την ιδιαίτερη φυσιογνωμία που προσέδωσε στο νησί το περίφημο παριανό μάρμαρο, ένα υλικό που μάγεψε τους καλλιτέχνες της αρχαιότητας και αποτέλεσε την πρώτη ύλη από την οποία σμιλεύτηκαν πάμπολλα αριστουργήματα της αρχαίας γλυπτικής και αρχιτεκτονικής, όπως ο Ερμής του Πραξιτέλη, η Αφροδίτη της Μήλου, η Νίκη της Σαμοθράκης, η Νίκη του Παιωνίου στην Ολυμπία, τα γλυπτά του Μαυσωλείου της Αλικαρνασσού ή αυτά του ναού της Αρτέμιδος στην ‘Εφεσο…

Δεκάδες λατομεία μαρμάρου -τα περισσότερα επιφανειακά, αλλά και ορισμένα υπόγεια- έχουν ανοιχτεί στο πέρασμα των αιώνων σε διάφορα σημεία του νησιού: στον Κώστο, στην Νάουσα, στα Θαψανά, στο Χωριδάκι, στο Δρυό κ.ά. Ανάμεσα, όμως, σε όλα αυτά ξεχώριζαν από παλιά τα αρχαία υπόγεια λατομεία στο Μαράθι, σε απόσταση περίπου 5 χιλιομέτρων από την Παροικιά. Η φήμη τους είναι δικαιολογημένη, καθώς εδώ έβγαινε ο περίφημος «λυχνίτης», η καλύτερη και πιο σπάνια ποιότητα παριανού μαρμάρου: ένα μάρμαρο χιονόλευκο, λεπτόκοκκο, με μοναδική διαπερατότητα από το φως, το οποίο προσέδιδε μια ανεπανάληπτη πλαστικότητα στα γλυπτά και γι’ αυτό χρησιμοποιείτο μόνο στην αγαλματοποιία. Υπήρχε, βέβαια, και μία «δεύτερη» ποιότητα λευκού παριανού μαρμάρου, ο λεγόμενος «λευκός λίθος». Πιο χονδρόκοκκος και λιγότερο φωτοδιαπερατός, αυτός χρησιμοποιείτο για την κατασκευή κτιρίων και ναών.

Τα λατομεία στο Μαράθι απλώνονται στις δύο πλευρές μιας λαγκαδιάς που έχει ανοίξει στις πλαγιές του βουνού ένας χείμαρρος, ο Σκαρπαθιώτης. Σκάβοντας τη γη με τα νερά του, ο χείμαρρος αυτός αποκάλυψε στους αρχαίους την ύπαρξη του λυχνίτη. Στην αρχή, βέβαια, η εξαγωγή ήταν επιφανειακή.

Ωστόσο, κάποια στιγμή το επιφανειακό υλικό τέλειωσε, η ζήτηση όμως ήταν τόσο μεγάλη, ώστε οι αρχαίοι συνέχισαν να ακολουθούν το κοίτασμα που κατηφόριζε μέσα στη γη, σκάβοντας υπόγειες στοές και αίθουσες. Ήταν μια πολύ κουραστική και δύσκολη δουλειά. Οι λατόμοι -ειδικοί τεχνίτες, συνηθως δούλοι αλλά και αρκετοί ελεύθεροι- δούλευαν με σφυριά, πικούνια (μυτερά σφυριά), μαντρακάδες, βαριές, βαριοπούλες, κοπίδια, βελόνια, σφήνες, μοχλούς και άλλα εργαλεία. Έχοντας μπροστά τους έναν «τοίχο» μαρμάρου, ακολουθούσαν τη φυσική, κατηφορική κλίση του κοιτάσματος και απομάκρυναν καταρχήν το πάνω-πάνω τμήμα του υλικού, δημιουργώντας έτσι μια στενή οροφή στην οποία ίσα-ίσα που χώραγε πλαγιαστός ένας άνθρωπος –ο τεχνίτης που την έσκαβε. Στη συνέχεια «ελευθέρωναν» τα πλαϊνά και την πίσω πλευρά, ώστε να δημιουργηθεί ένας τετράγωνος όγκος που ξεπρόβαλε από το έδαφος. Αυτός τελικά αποκολλείτο από το υπόλοιπο πέτρωμα με τη βοήθεια σιδερένιων σφηνών που τοποθετούνταν περιμετρικά στη βάση του. Στα σκοτεινά έγκατα της γης η όλη δουλειά γινόταν με τη βοήθεια λύχνων (φαναριών), απ’ όπου πιθανότατα πήρε και το όνομά του ο λυχνίτης.

Αν και η πρώτη χρήση παριανού μαρμάρου χρονολογείται στην 4η χιλιετία π.Χ., τα υπόγεια λατομεία στο Μαράθι πρωτανοίχθηκαν κάπου στον 7ο αιώνα π.Χ. Μέχρι και τον 5ο αιώνα π.Χ. το εμπόριο του μαρμάρου χάρισε φήμη, δόξα και χρήμα στην Πάρο, κάτι που άρχισε σιγά-σιγά να αλλάζει με την αξιοποίηση του πεντελικού μαρμάρου στην Αθήνα, του οποίου η μεταφορά ήταν πολύ πιο εύκολη. Ο λυχνίτης βέβαια δεν έπαυσε να έχει ζήτηση, όμως τα αξιοποιήσιμα κοιτάσματά του εξαντλήθηκαν γύρω στο 300 π.Χ. Παρ’ όλα αυτά, οι άλλες ποιότητες παριανού μαρμάρου εξακολούθησαν να χρησιμοποιούνται έως και τα ρωμαϊκά χρόνια. Μετά το 2ο αιώνα μ.Χ. το ενδιαφέρον γι’ αυτό ατόνησε και με κάποιες σποραδικές εξαιρέσεις τα λατομεία έμειναν ουσιαστικά αναξιοποίητα μέχρι την… ίδρυση του ελληνικού κράτους.

Μετά την επανάσταση του 1821 η βιομηχανική επανάσταση φθάνει αργοπορημένα στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος και κατά παράδοξο τρόπο ξεκινά με μία έκρηξη μεταλλευτικής δραστηριότητας στα νησιά. Στην Πάρο οι πρώτες προσπάθειες επαναξιοποίησης των αρχαίων λατομείων στο Μαράθι ξεκινούν το 1840 καταρχήν από τον ονειροπόλο αρχιτέκτονα Σταμάτη Κλεάνθη, τον δημιουργό των πρώτων σχεδίων της Αθήνας, και στη συνέχεια από μία γαλλική εταιρεία, χωρίς όμως αίσιο αποτέλεσμα. Το 1878 Βέλγοι επιχειρηματίες σε συνεργασία με Έλληνες κτηματίες ιδρύουν την Βελγική Εταιρεία Μαρμάρου της Πάρου, η οποία σε μια πρωτοφανή προσπάθεια κτίζει μηχανοστάσια, βαρουλκοστάσια, καταλύματα και γραφεία κοντά στα λατομεία, ένα εργοστάσιο κοπής μαρμάρου στην Παροικιά, μια σιδηροδρομική γραμμή με βαγονέτα για τη μεταφορά του πετρώματος εκεί, ενώ αγοράζει και ένα πλοίο για τη μεταφορά του μαρμάρου! Ένας νέος διάδρομος ανοίγεται για να δώσει πρόσβαση στο αρχαίο λατομείο, ο παλιός διαπλατύνεται, δημιουργούνται νέες εσωτερικές στοές και ουσιαστικά το λατομείο αναμορφώνεται ριζικά. Αφού έχει ξοδέψει μια ολόκληρη περιουσία (κάπου 5.800.000 φράγκα), η εταιρεία διακόπτει το 1881 τις εργασίες λόγω «ασωτεύσεως των χρημάτων», περνά σε ελληνικά χέρια και συνεχίζει με ένα νέο όνομα: Ελληνική Εταιρεία των Μαρμάρων της Πάρου. Ουσιαστικά, όμως, όλη αυτή η προσπάθεια έχει ως μοναδικό αποτέλεσμα την απομάκρυνση από το εσωτερικό του λατομείου χιλιάδων κυβικών μέτρων από χαλίκια, πέτρες και άλλα μικρά κομμάτια μαρμάρου που είχαν αφήσει πίσω τους οι αρχαίοι λατόμοι, όταν γέμιζαν με άχρηστο υλικό της εξόρυξης τους χώρους που είχαν ήδη δουλέψει. Και όταν αυτός ο τεράστιος όγκος υλικού απομακρύνθηκε, έγινε φανερό ότι οι αρχαίοι είχαν εξαντλήσει όλο τον όγκο αξιοποιήσιμου λυχνίτη. Έτσι, το 1884 η Ελληνική Εταιρεία Μαρμάρου οδηγήθηκε και αυτή σε πτώχευση. Κάποιες μικρότερες προσπάθειες εξόρυξης που επιχειρήθηκαν στη συνέχεια, δεν είχαν καλύτερη τύχη και έτσι η περιοχή επέστρεψε στην ησυχία της. Ο όποιος λυχνίτης εξακολουθεί να υπάρχει στα έγκατα της παριανής γης, κρύβεται ασφαλής σε μεγάλο βάθος…

Λίγο πιο έξω από το Μαράθι, ένας φαρδύς μαρμαρόστρωτος δρόμος ξεκινά από μια στροφή του δρόμου Παροικιάς-Λευκών και, αφού μετατραπεί σε χωμάτινο μονοπάτι, μας οδηγεί στο πιο γνωστό αρχαίο λατομείο, αυτό που βρίσκεται στην ανατολική πλευρά της λαγκαδιάς. Δύο διάδρομοι συνδέουν αυτό το λατομείο με τον έξω κόσμο. Πρώτα συναντάμε τον πιο βορεινό, που κατηφορίζει μέσα στη γη με καλοχτισμένα τοιχώματα, μοιάζοντας με είσοδο σε πολιτεία των νάνων από τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών. Η καλοδιατηρημένη είσοδός του μαρτυρεί και την ηλικία του: είναι αυτός που ανοίχτηκε στην προσπάθεια επαναξιοποίησης των λατομείων κατά τον 19ο αιώνα ως μία νέα είσοδος προς το αρχαίο λατομείο.

Λίγο παρακάτω μια σχετικά ευρύχωρη σπηλιά που απλώνεται χαμηλά κάτω από θεόρατους μαρμάρινους όγκους, σημειώνει τη θέση του δεύτερου διαδρόμου που οδηγεί στο λατομείο. Πρόκειται για την αρχαία είσοδο σε αυτό, κάτι που πιστοποιεί το αφιερωμένο στις Νύμφες ανάγλυφο της ελληνιστικής εποχής (περ. 350 π.Χ), που είναι σκαλισμένο στο βράχο στην αριστερή πλευρά, πίσω από… κάγκελα που το προστατεύουν από βανδάλους. Στο ανάγλυφο αυτό οφείλει το λατομείο και το όνομά του: Λατομείο των Νυμφών.

Το Λατομείο των Νυμφών απλώνεται σε μήκος περίπου 200 μέτρων και έχει πλάτος 50-120 μέτρα. Στα αρχαία χρόνια οι λατόμοι άφηναν μεγάλους τετράγωνους στύλους από πέτρωμα ως υποστυλώματα της οροφής. Σε μεταγενέστερες εποχές παράνομοι λατόμοι απομάκρυναν αρκετούς από αυτούς τους στύλους, με αποτέλεσμα να υποχωρήσει κατά σημεία η οροφή, ενώ μεγάλα τμήματά του είναι γεμάτα υπολείμματα της εξορυκτικής δραστηριότητας. Για αυτό το λόγο απαγορεύεται η πρόσβαση, όπως δείχνει η μεταλλική περίφραξη στις εισόδους του. Ωστόσο σε απόσταση μερικών εκατοντάδων μέτρων θα βρούμε ένα εξίσου εντυπωσιακό και πολύ πιο προσιτό υπόγειο λατομείο, στο οποίο έχουν γίνει εργασίες αποκατάστασης της εισόδου και είναι μέχρις ενός σημείου επισκέψιμο. Ακολουθώντας έναν κακοτράχαλο χωματόδρομο που ανεβαίνει στην απέναντι, δυτική πλαγιά της λαγκαδιάς φτάνουμε στο μοναστήρι του Άγιου Μηνά, ανάμεσα σε άλλα παλιά και νεώτερα λατομεία. Σχετική πινακίδα στην είσοδό του θα μας δείξει τη θέση του. Σε πολλά σημεία στην οροφή και στις πλευρές του θα δούμε τις χαρακτηριστικές καλεμιές από τα εργαλεία των αρχαίων λατόμων ενώ σε άλλα θα βρούμε λαξεμένα ή χαραγμένα με μαύρη μπογιά ονόματα επισκεπτών και παλιών ξένων περιηγητών. (Καλό θα είναι να έχουμε φακό μαζί μας…).

* Το 2017 τα γλυπτά μεταφέρθηκαν από το Μαράθι σε διάφορα σημεία της Παροικιάς.