Σχέδιο από το βιβλίο του Κώστα Γουζέλη «Ωδές για την μπρατσέρα Αθηνά», εκδόσεις Ποντοπόρος 2012.
Τα Καπετανέικα
Κείμενο: Δανάη Tal | Φωτογραφία: Γιώργος Καβάλλης
Για τους περισσότερους από εμάς τα μίλια είναι μπόνους στην κάρτα SeaSmiles. Για κάποιους άλλους πάλι τα μίλια είναι πραγματικά, γιατί τα έχουν διανύσει με πανιά ανοιγμένα και φυσικά δεν σκοπεύουν να σταματήσουν. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν (και θα είναι για πάντα) ο Κώστας Γουζέλης, που τον Δεκέμβρη του 2016 ενώθηκε με το φως φεύγοντας από το σώμα του και αφήνοντας όλους εμάς απαρηγόρητους. Αυτός, «ο μικρός βασιλιάς καπετάνιος» που η ζωή του σφραγίστηκε από την αγάπη του για τη θάλασσα και τα ξύλινα σκαριά.
Στην αρχή βρέθηκαν δύο τρεις άνθρωποι και σκέφτηκαν ότι του Κώστα θα του άρεσε να μαζευτούν όλα τα ξύλινα, να έρχονταν και οι φίλοι του στη Νάουσα και να έχει τα άλλα σκαριά συντροφιά η Αθηνά, η σκούνα του που ήταν απαρηγόρητη και αυτή! Και έτσι χωρίς πολλά λόγια και πρωτόκολλα στήθηκε αυτή η γιορτή που γρήγορα βρήκε και όνομα και μάλιστα όχι τυχαίο. Γιατί Καπετανέικα, λέμε τα σπίτια των καπεταναίων που ήταν μια κατηγορία από μόνα τους, ξεχωριστή από τα αρχοντικά και τα λαϊκά σπίτια στο νησί. Όπως ακριβώς ήταν και τα σπίτια που έφτιαχνε ο Κώστας Γουζέλης, που εκτός από αρχιτέκτονας ήταν και δεινός αγρότης: έσπειρε το καλό απλόχερα από όπου και αν πέρασε.
Μάλιστα. Έτσι έγιναν τα πράγματα και ήρθε ο Σεπτέμβρης του 2017 και τη δεύτερη Παρασκευή του, άρχισαν να πλέουν τα ξύλινα στη Νάουσα της Πάρου. «Η παράδοση θέλει τα ξύλινα σκαριά να έχουν ψυχή / Αλήθεια!!! / Οργανικά δημιουργήματα μετακινούνται στο χώρο αλλάζουν όψη / Έχουν μέρη που τους αρέσουν / Άλλα που δυσανασχετούν / Στα ζόρια σου δείχνουν ότι υποφέρουν μαζί σου».
Εκείνη την Παρασκευή λοιπόν τα ξύλινα που έφταναν στην καινούρια μαρίνα της Νάουσας ήταν κατενθουσιασμένα που έδεναν το ένα δίπλα στο άλλο «με τη διάχυτη νωχελικότητά τους». Eμείς, αράξαμε λίγο πιο εκεί, σε μια γωνιά της μαρίνας, απλώσαμε ένα πανί και είδαμε το ντοκιμαντέρ του Φοίβου Κοντογιάννη «Αθηνά εκ του μηδενός». Δονηθήκαμε στη φωνή του αφηγητή Κώστα Γουζέλη και λικνιστήκαμε στο πρώτο ταξίδι της Αθηνάς. Ο σκηνοθέτης το θέλησε και πήραμε μια μυρωδιά από το πώς φτιάχνεται μια σκούνα. Αν και τελικά από τη βραδιά, εκτός από τον Κώστα, έλειπε και η μυρωδιά του ξύλου «Ακακίες της Κερκίνης / που κοπήκαν στο βουνό / Αφρικάνικο ιρόκο / Αφημένο στο Σχιστό / Κυπαρίσσι τραβηγμένο / στον Πύργο της Ηλείας στοιβαγμένο / Και το Πεύκο από τη Σάμο / στο φεγγάρι του κομμένο».
Ξημέρωσε Σάββατο, η ημέρα επίδειξης των σκαφών. Η Αθηνά στήθηκε στη μέση στα ανοιχτά της Νάουσας, σημαδούρα για τα υπόλοιπα σκάφη που περνούσαν από μπροστά της με το ελαφρύ σεπτεμβριάτικο αεράκι να σπρώχνει τα ανοιγμένα πανιά. Χωρίς νικητές και νικημένους, μόνο συμμετέχοντες.
Κι εγώ, κολυμπώντας στα ρηχά νερά δίπλα από τις Κολυμβήθρες, είχα τη χαρά να βρεθώ σε μια μοναδική έκθεση έργων τέχνης, πότε περπατώντας μέσα στο νερό, πότε κολυμπώντας, πλησίασα ένα – ένα τα πλεούμενα και τα θαύμασα από κοντά. Και το απόγευμα πίσω στη Νάουσα, το παλιό λιμανάκι για πρώτη φορά άδειο μια που οι ντόπιοι είχαν αποσύρει τα δικά τους σκάφη κάνοντας χώρο για τους μουσαφιραίους! Πράγματι ένα – ένα τα σκαριά έδεναν στο παλιό λιμανάκι κι όπως ανάσαινε το δείλι και ο ήλιος έγερνε στο πλευρό της θάλασσας, μπήκε τελευταία και η Αθηνά. Το λιμανάκι έδωσε το σήμα και το γλέντι άρχισε! Τα κατάρτια – «φωνήεν ξύλο», «λαλός τροπής» – με τα συρματόσχοινα τους και όλα τα χιλιάδες μέτρα σχοινιά που είχαν πάνω τους, σωστές αντένες, έστειλαν τη γιορτή παντού ολούθε αλλά κυρίως, όσο πιο κοντά γίνεται στα αστέρια.
Τα «Καπετανέικα» ήταν της ναυτοσύνης γιορτή. Οι Άγγλοι τη ναυτοσύνη την λένε seamanship. Και τα «Καπετανέϊκα» ήταν ακριβώς αυτό, ο άνθρωπος και η θάλασσα και το ανάμεσό του που γεννιέται και γίνεται όταν τα μίλια δεν είναι μπόνους αλλά πραγματικός χρόνος πλεύσης μέσα “Σε μια μάζα οργανικών υλικών / Που κουβαλούν τη ζωή μέσα τους / Ζωή που τιθασεύεται από χέρια ανθρώπινα / Όλα μαζί φτιάχνουν έναν οργανισμό που κινείται αυτόνομα, / με τις πειθαρχημένες κινήσεις των ναυτικών / Ένα θαύμα”.
Και η ναυτοσύνη είναι ένα θαύμα, αλλά για αυτό θα σας μιλήσω κάποια άλλη φορά…
* Τα αποσπάσματα και το σχέδιο είναι από το βιβλίο του Κώστα Γουζέλη «Ωδές για την μπρατσέρα Αθηνά» εκδόσεις Ποντοπόρος 2012.
Καλοκαίρι 2018