Το λατομείο στο Μαράθι.

Το λατομείο στούς Λάκκους.

Υπόγεια στοά στο Μαράθι.

Υπογραφές επισκεπτών, ανάμεσά τους διακρίνεται και αυτή του Louis-François-Sebastien Fauvel Γάλλου ζωγράφου, διπλωμάτη και αρχαιολόγου.

Ο εξαιρετικός ηνίοχος της Mozia στην Σικελία από λυχνίτη, έργο άγνωστου πάριου γλύπτη.

Η Νίκη του Παιωνίου από παριανό μάρμαρο, στο Μουσείο της Αρχαίας Ολυμπίας.

Το διασημότερο ίσως άγαλμα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, ο Αύγουστος της Prima Porta από λυχνίτη της Πάρου.

Τα αρχαία λατομεία μαρμάρου της Πάρου*
Ένας πολιτιστικός θησαυρός
του Αιγαίου

Κείμενο: Ντόρα Κατσωνοπούλου, Δρ Κλασικής Αρχαιολογίας (Cornell University) Πρόεδρος ΙΑΠΚ

Το διασημότερο στον αρχαίο κόσμο μάρμαρο, η Παρία Λίθος, εξορυσσόταν στα πολυάριθμα λατομεία μαρμάρου του νησιού που βρίσκονται στον ορεινό όγκο των Αγ. Πάντων (όρος Μάρπησσα των αρχαίων). Ανάμεσα στις ποικιλίες του αρίστης ποιότητας μαρμάρου της Πάρου, η διασημότερη ήταν εκείνη του λυχνίτη με ολόλευκο χρώμα, εκπληκτική διαφάνεια και καθαρότητα που προτιμήθηκε στην αγαλματοποιία και ήταν περιζήτητη από κορυφαίους γλύπτες και την πελατεία τους.


Στην διεθνή ορολογία σήμερα, ο λυχνίτης, η διαφάνεια του οποίου επιτρέπει την διείσδυση του φωτός σε βάθος έως και 35 χιλ. έναντι 25 για το μάρμαρο της Καρράρα και 15 για το πεντελικό, χαρακτηρίζεται ως Πάρος-1 και εξορυσσόταν κυρίως από τα υπόγεια λατομεία των Νυμφών και του Πανός στο Μαράθι. Οι άλλες δύο κατηγορίες Πάρος-2 και Πάρος-3 αναφέρονται στο μάρμαρο από τα ανοιχτά λατομεία στους Λάκκους και άλλες θέσεις της κοιλάδας Χωριδάκι, καθαρού λευκού έως κυανόγκριζου χρώματος και πιο χονδρόκοκκου σε σχέση με τον λυχνίτη, στρώματα του οποίου απαντούν και στα ανοιχτά λατομεία. Τα κοιτάσματα των δύο αυτών κατηγοριών είχαν χρησιμοποιηθεί ήδη στην πρώιμη περίοδο (7ος-6ος αι. π.Χ.) και είχαν αποδώσει πολύ μεγαλύτερη ποσότητα μαρμάρου σε σχέση με τα λατομεία του λυχνίτη. Οι εξορύξεις μαρμάρου στους Λάκκους που χρησιμοποιήθηκε κυρίως στην αρχιτεκτονική, είναι παλαιότερες από εκείνες στο Μαράθι.

Στην κοιλάδα Χωριδάκι, η περιοχή εξόρυξης περιλαμβάνει τα λατομεία ανοιχτής εκμετάλλευσης στους Λάκκους, στα Θαψανά που βρίσκονται σε υψηλότερο επίπεδο από τους Λάκκους, δίπλα στον δρόμο που οδηγεί στο μοναστήρι των Θαψανών αλλά και στα υπόγεια λατομεία στις Σπηλιές. Τα τελευταία αποτελούνται από μεγάλα ορύγματα λαξευμένα στον βράχο ενώ στον πυθμένα τους σώζονται σήραγγες από την εξόρυξη του μαρμάρου, όπως και στα υπόγεια λατομεία του Μαραθίου. Από την άλλη πλευρά της κοιλάδας, στους Λάκκους, σώζεται μεγάλος αριθμός λατομείων ανοιχτής εξόρυξης, λαξευμένων στις πλαγιές του λόφου και με σωρούς μπάζων από τα προϊόντα της λάξευσης ριγμένους πέρα από την είσοδό τους. Η παρουσία κλασικών ημίεργων στους σωρούς δείχνει ότι τα λατομεία στους Λάκκους ήταν σε χρήση και κατά την κλασική περίοδο. Από εδώ προέρχεται και ενεπίγραφη στήλη Όρος πόλεως του β’ μισού του 4ου αιώνα που ίσως υποδηλώνει την δημόσια κυριότητα της περιοχής των λατομείων.

Συνήθως, η αναφορά στα αρχαία λατομεία μαρμάρου της Πάρου εξαντλείται στα λατομεία στο Μαράθι και κυρίως στην στοά των Νυμφών που είναι περισσότερο γνωστή λόγω του αναθηματικού ενεπίγραφου αναγλύφου των Νυμφών των μέσων περίπου του 4ου αι. π.Χ. που κοσμεί την είσοδό του και έχει ταυτιστεί με την Πάρο.
Το ανάγλυφο προσείλκυσε και την προσοχή των περιηγητών, όπως δείχνουν δημοσιευμένα σχέδια των Le Bas (1868) και Stuart (1882), σε σύγκριση με τα οποία, η παρούσα κατάσταση του αναγλύφου δείχνει ότι λείπει ένα τμήμα του με δύο μορφές προς τα δεξιά που εντοπίστηκε σχετικά πρόσφατα ενσωματωμένο στην σκάλα της εσωτερικής αυλής στο μοναστήρι του Αγ. Μηνά. Και ενώ το λατομείο των Νυμφών με το ανάγλυφό του κυρίως προσείλκυε τους επισκέπτες, το εσωτερικό του περιορισμένα μόνον μπορούσε να είναι προσπελάσιμο λόγω της πληρότητάς του σχεδόν από σωρούς λατύπης.

Αντίθετα, το άλλο υπόγειο λατομείο στο Μαράθι, γνωστό ως το λατομείο του Πανός, όπως ονομάστηκε από τον Ανδρέα Κορδέλλα (1884), περί τα 600 μ. νοτιότερα και στην απέναντι πλευρά από εκείνο των Νυμφών, ήταν περισσότερο προσιτό, όπως φανερώνει και ο μεγάλος αριθμός ονομάτων γραμμένων στα τοιχώματα και την οροφή του σπηλαίου, ανάμεσά τους και γνωστών περιηγητών του 18ου και 19ου αιώνα, όπως Fauvel 1789, Brooke 1818, Dauriac 1819, Pradier 1833, Cordier 1858, Siegel 1861 κλπ.
Για ένα διάστημα, η πρόσβαση στο λατομείο έγινε δυσκολότερη λόγω στένωσης της εισόδου του από καταρρεύσεις και φερτά υλικά αλλά μετά την απομάκρυνσή τους στα τέλη του 20ου αιώνα, η επίσκεψη κατέστη και πάλι εύκολη ώστε νεότεροι επισκέπτες άφησαν με την σειρά τους (αλλά όχι με τον ίδιο σεβασμό στον χώρο) τα ονόματά τους δίπλα σε εκείνα των παλαιότερων επισκεπτών. Η κάθοδος στο λατομείο γίνεται από μία υπόγεια αίθουσα απέναντι από την είσοδο, στο χαμηλότερο υψομετρικά σημείο της οποίας υπάρχει διάβαση που οδηγεί προς τους βαθύτερους χώρους του λατομείου.

Ο πρώτος χώρος διασώζει στοιχεία της βαθμιδωτής εκμετάλλευσης ογκομαρμάρων ενώ το επόμενο και στενότερο τμήμα του περάσματος λόγω της πλευρικής αποθέσεως απορριμμάτων της εξόρυξης, οδηγεί σε χώρο με εμφανή στοιχεία της δια θαλάμων και στύλων εκμετάλλευσης όπου το στρώμα εμφάνιζε μικρές κλίσεις.
Η ανάπτυξη σταλακτιτών σημαντικού σχετικά μήκους στην οροφή των υπογείων ανοιγμάτων δείχνει ότι η εκμετάλλευση έγινε στους αρχαίους χρόνους. Στον χώρο διατηρούνται και μεμονωμένες θέσεις μικρής επιλεκτικής εκμετάλλευσης που σημαίνει ότι στο πλαίσιο της συστηματικής εκμετάλλευσης του μαρμάρου πραγματοποιούσαν και εξόρυξη μεμονωμένων όγκων, ακόμη και ενός, όταν προέκυπτε εμφάνιση ιδιαίτερα καλής ποιότητας μαρμάρου ανάμεσα στο συνολικό κοίτασμα.

Από αυτά τα λατομεία της Πάρου προήλθε το πολυτιμότερο μάρμαρο της αρχαιότητας που ιδιαίτερα προτιμήθηκε στην γλυπτική και αρχιτεκτονική και από το οποίο φιλοτεχνήθηκαν αριστουργηματικά γλυπτικά έργα. Η χρήση του παριανού μαρμάρου ενώ μαρτυρείται ήδη στον 7ο αιώνα π.Χ. κυρίως για την λάξευση αναγλύφων στηλών, όπως μαρτυρεί και η επιτύμβια στήλη σε χαμηλό ανάγλυφο από το νεκροταφείο της Παροικιάς, και λύχνων με πλαστική διακόσμηση που έχουν βρεθεί στην λεκάνη της Μεσογείου, κυρίως στην Ιωνία και στην Μεγάλη Ελλάδα, στην περίοπτη μνημειακή γλυπτική η Παρία λίθος γίνεται το κύριο καλλιτεχνικό μέσον τον 6ο αιώνα π.Χ., οπότε και κυριαρχεί σταδιακά στην αγορά εκτοπίζοντας το ναξιακό, θέση που διατηρεί ακόμη στους κλασικούς και στους μετέπειτα χρόνους μέχρι τουλάχιστον τους αυτοκρατορικούς (2ος-3ος αι. μ.Χ.).

Στην ίδια την Πάρο αριστουργήματα της γλυπτικής, όπως η μαρμάρινη Γοργώ του β’ τέταρτου του 6ου αιώνα π.Χ., έργο ανώνυμου για μας παριανού καλλιτέχνη που επιχειρεί την τρισδιάστατη απόδοση κίνησης μιας μορφής έναν ολόκληρο αιώνα πριν από την περίφημη ακέφαλη Νίκη της Πάρου με την καινοτόμα απόδοση της ορμής στην κίνηση καθώς κατεβαίνει ορμητικά από τους αιθέρες, αποδεικνύουν την πρωτοπορία των Παρίων γλυπτών σε χρόνους που «άλλες σχολές ούτε το συλλογίζονται καθόλου» όπως χαρακτηριστικά έχει πει ο αείμνηστος Χρ. Καρούζος (1938). Το εξαιρετικής ποιότητας πάριο μάρμαρο και τα πολυάριθμα εργαστήρια γλυπτικής της Πάρου υπήρξαν αναμφίβολα οι κύριοι παράγοντες που οδήγησαν σε μια τόσο δυναμική καλλιτεχνική δημιουργία ώστε νωρίς τον 6ο αιώνα η Πάρος ανέπτυξε σπουδαία σχολή γλυπτικής και εξελίχθηκε σε ένα από τα σημαντικότερα καλλιτεχνικά κέντρα στον αρχαίο κόσμο ενώ ταυτόχρονα η εξαγωγή του παριανού μαρμάρου σε πλήθος περιοχών εκτός Πάρου, πρόσφερε στο νησί πλούτο και ισχύ. Έτσι, δημιουργίες Παρίων γλυπτών και η Παρία λίθος κατέκλυσαν τα μεγάλα ιερά από την κοντινή Δήλο μέχρι τους Δελφούς και την Ολυμπία, την Ακρόπολη των Αθηνών και εν γένει την Αττική αλλά και κέντρα εκτός της κυρίως Ελλάδας στην Δύση (Μεγάλη Ελλάδα) και μέχρι την Λιβύη στην Β. Αφρική.

Πολλοί γλύπτες, ανάμεσά τους και οι πλέον διάσημοι, δημιούργησαν αριστουργήματα σε παριανό μάρμαρο που στήθηκαν σε διάφορες πόλεις του αρχαίου κόσμου, όπως ο εξαιρετικός ηνίοχος της Mozia στην Σικελία από λυχνίτη, έργο άγνωστου πάριου γλύπτη, η Νίκη του Παιωνίου, ο Ερμής του Πραξιτέλη στην Ολυμπία, η περίφημη Αφροδίτη του στην Κνίδο, η Άρτεμις Βραυρωνία στην Ακρόπολη, ο Έρως στο Πάριον, η Μαινάδα του Πάριου Σκόπα στην Σικυώνα και η καθιστή Εστία στο ιερό της στην Πάρο, η Δήμητρα του Λεωχάρη στην Κνίδο, οι ελληνιστικές δημιουργίες Νίκη της Σαμοθράκης και Αφροδίτη της Μήλου σήμερα στο Λούβρο και τέλος το διασημότερο ίσως άγαλμα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, ο Αύγουστος της Prima Porta από λυχνίτη της Πάρου.

Στα λατομεία και στο πολύτιμο μάρμαρό της οφείλει ασφαλώς η Πάρος την ονομασία της ως η «λαμπροτάτη των Παρίων πόλις», σε αυτά και την ανάδειξη τόσων σπουδαίων Παρίων καλλιτεχνών: Αριστίων, Αγοράκριτος, Σκόπας, Θρασυμήδης για να αναφέρω μόνον μερικά ενδεικτικά ονόματα, επίσης την πρωτοπόρα τέχνη της, τον πολιτισμό της και την ισχυρή οικονομία της.
Είναι, επομένως αυτονόητο ότι σήμερα η διαφύλαξη, η προστασία και η αρμόζουσα στην πολιτιστική αξία των λατομείων ανάδειξη αυτού του σπουδαίου αρχαίου ελληνικού μνημείου είναι υποχρέωση και πρώτιστο καθήκον όλων.

* Από την ομιλία στο Διεθνές Συνέδριο του ICOMOS, 29-30 Νοεμβρίου 2019, Αθήνα