Η ηλιόλουστη τραπεζαρία της οικίας Αζάρη.

Η παλιά πόρτα με τις μαρμάρινες παραστάδες και τη χρονολογία 1736 χαραγμένη στο ανώφλι οδηγεί από τη βιβλιοθήκη στη μεγάλη σάλα.

Η σάλα της οικίας. Διακρίνεται και δεύτερη παλιά μαρμάρινη πόρτα σφραγησμένη τώρα. Στον τοίχο έργο της παριανής ζωγράφου Μαρίας Αγούρου.

Η μία από της δύο ευάερες και φωτεινές κρεβατοκάμαρες που επικοινωνούν μέ τη μεγάλη σάλα.

Η φωτογραφία του παλιού ιδιοκτήτη κυρίου Αζάρη, εύπορου εμπόρου από την Παροικιά.

Paulien Lethen

Κείμενο: Αυγή Καλογιάννη | Φωτογραφίες: Δημήτρης Βρανάς (A.I.F.)

Πολίτης του κόσμου


Η Paulien Lethen είναι εικαστική καλλιτέχνις από την Ολλανδία και πολίτης του κόσμου. Σαν πραγματική καλλιτέχνις, μεταμορφώνει όλους τους χώρους όπου ζει σε χώρους τέχνης: την Οικία Αζάρη στην Παροικιά, το καλοκαιρινό της σπίτι στον Κούναδο καθώς και το σπίτι της στη Νέα Υόρκη. Σε αυτή τη συνέντευξη ακολουθούμε τη ζωή της στην Πάρο, την Ιαπωνία, πίσω στην Πάρο και τελικά στη Νέα Υόρκη μέσα από τα δικά της λόγια.

Μετακόμισα στην Πάρο το 1967 από την Ουτρέχτη της Ολλανδίας, με τον άνθρωπο που θα γινόταν ο άντρας μου και πατέρας των δύο γιων μου, τον Richard Lethen, Αμερικανό ζωγράφο που είχε ήδη ζήσει στην Ελλάδα για αρκετά χρόνια. Ταξιδέψαμε στην Ελλάδα με το Orient Express, Άμστερνταμ – Αθήνα. Καθώς ήξερα ότι θα ζούσα μια τελείως διαφορετική ζωή, χωρίς ηλεκτρικό ή τρεχούμενο νερό, πήρα μερικές από τις παλιές λάμπες πετρελαίου που είχα συλλέξει σαν αντίκες, μαζί μου για να τις βάλω σε χρήση. Από τον Πειραιά, παλιά φέρυ μπωτ όπως το «Έλλη» και το «Κυκλάδες» ταξίδευαν προς διάφορα ελληνικά νησιά. Ήθελες τότε 7 ώρες για να φτάσεις στην Πάρο, συχνά με θαλασσοταραχή, για αυτό είχα πάντοτε μαζί μου δραμαμίνες!

Στην Πάρο είχε ηλεκτρικό μόνο στην Παροικιά και τη Νάουσα. Την νύχτα το νησί βυθιζόταν στο σκοτάδι. Υπήρχαν δύο ρώσικα αυτοκίνητα – ταξί, του Γιακουμή και του Σταύρου. Κατά τα άλλα οι μετακινήσεις γινόντουσαν με γαϊδούρια και με τα πόδια. Δεν υπήρχαν πολλά σκουπίδια, το κάθετι ξαναχρησιμοποιόταν, κάθετι έβρισκε έναν νέο προορισμό. Έπρεπε να βρίσκεις μπουκάλια -πράγμα όχι εύκολο- για να αγοράσεις χύμα ελαιόλαδο, σπορέλαιο για τηγάνισμα, ξύδι και σούμα από βαρέλια στα μπακάλικα. Αδειάζαμε κολοκύθες για να βάζουμε κρασί, τα παλιά ρούχα κοβόντουσαν για να γίνουν κουρελούδες, τα κουτιά από τις κονσέρβες γινόντουσαν γλάστρες για βασιλικό, όχι για το μαγείρεμα -ο βασιλικός είναι ιερό φυτό στην Ελλάδα και παίρνει το όνομά του από το Βασιλεύς. Μαθαίνεις να κάνεις οικονομία στο νερό όταν το κουβαλάς με κουβά από το πηγάδι για να γεμίσεις τη βρύση (μικρό μεταλλικό δοχείο με βρυσάκι, που κρεμιέται στον τοίχο). Ήταν μια ζωή διαφορετική, έμαθα πολλά.
Οι Έλληνες ήταν πολύ ευγενικοί, γενναιόδωροι και με ενδιαφέρον για τους Ξένους. Υπήρχαν αρκετοί ξένοι στο νησί, ένας απ’ αυτούς ήταν ο Brett Taylor, Αμερικανός ζωγράφος που ίδρυσε το Aegean School of Art, που υπάρχει ακόμα. Οι ξένοι γνωριζόντουσαν όλοι μεταξύ τους και συναντιόντουσαν στο καφενείο του λιμανιού για καφέ ή μπύρες, στου Διονυσάκη για ρακί ή κρασί και για να ανταλλάξουν νέα και κουτσομπολιά!
Δυσκολεύομαι να περιγράψω τις αλλαγές που έχουν συμβεί στην Πάρο. Ήταν ένα ήσυχο νησί, χωρίς τουρισμό, ήταν τα χρόνια της Χούντας. Οι τουρίστες πήγαιναν αλλού. Τώρα η Πάρος είναι ένα νησί πολυτελείας, με αεροδρόμιο, πολλά αυτοκίνητα και ξενοδοχεία, βίλες, πισίνες, με τα καζανάκια να τραβιούνται χωρίς περιορισμό και μποτιλιαρίσματα στους δρόμους το καλοκαίρι. Με πιάνει νοσταλγία όταν θυμάμαι πόσο απλά και ήσυχα ήταν τότε.

Η γιαπωνέζικη εμπειρία
Πήγαμε να ζήσουμε στην Ιαπωνία δύο φορές. Ο Ρίτσαρντ είχε ξαναπάει και είχε εμπνευστεί από τη γιαπωνέζική Ζεν ζωγραφική με μελάνι Sumi-e. Η Ιαπωνία ήταν το τελείως αντίθετο της Ελλάδας! Στην Ελλάδα, τα πάντα -φρούτα, λαχανικά- στοιβάζονται σε καφάσια στα μαγαζιά, σαν όμορφες ζωντανές ζωγραφιές. Στην Ιαπωνία όλα είναι προσεχτικά, εξουθενωτικά τακτοποιημένα χωρίς περιθώριο αυτοσχεδιασμού. Ένας πολιτισμός που, αν και όμορφος, αποπνέει οδύνη.
Στη δυτική παραδοσιακή τέχνη, η σύνθεση βρίσκεται πάντα στο κέντρο: η Παναγία με το Θείο Βρέφος, η νεκρή φύση, η ανθοδέσμη. Ζούσαμε στο Κυότο, την παλιά πρωτεύουσα, σε έναν μικρό ναό. Κατά την ολλανδική παράδοση, έβαλα μερικά λουλούδια σε ένα βάζο στο μέσο ενός χαμηλού τραπεζιού. Όταν επιστρέψαμε από τα ψώνια, πρόσεξα ότι τα λουλούδια ήταν στην άκρη του τραπεζιού οπότε τα έβαλα πάλι στο κέντρο αλλά την επόμενη μέρα συνέβη πάλι το ίδιο! Συνειδητοποίησα τότε ότι αυτή ήταν η αντίληψη. Όση περισσότερη γιαπωνέζικη τέχνη έβλεπα, τόσο καλύτερα καταλάβαινα ότι μπορεί να υπάρχει ένα ολόκληρο κενό, με τη δράση να βρίσκεται σε μια γωνία κι ακόμη παραπέρα, μία εντελώς νέα άποψη για μένα που επηρέασε τη δουλειά μου.

Η εγκατάσταση στη Νέα Υόρκη
Το 1982 έφυγα από την Πάρο με τους δύο γιους μου και πήγα στη Νέα Υόρκη για να είμαι με τον νέο σύντροφό μου τον Bix Lye, γλύπτη, γιο του γνωστού νεωτεριστή δημιουργού ταινιών και γλύπτη, Len Lye. Ζούσαμε στο Greenwich Village σε ένα loft. Ήταν μεγάλο σοκ ο ερχομός από την Πάρο στη Νέα Υόρκη! Ο υπόγειος σιδηρόδρομος βρώμικος, άστεγοι να κοιμούνται σε παγκάκια στα πάρκα ακόμα και τον χειμώνα! Μέρα-νύχτα υπήρχε κίνηση στους δρόμους και σειρήνες που σφύριζαν… Δεν μπορούσα να πιστέψω τη σπατάλη, τα πάντα χρησιμοποιόντουσαν μια φορά και μετά πετιόντουσαν, σωροί τα σκουπίδια. Τρομακτικό! Δεν ήξερα κανέναν και μου έλειπε η Πάρος. Άρχισα να βάφω σπίτια, τα παιδιά μου πήγαν σχολείο και βρήκα χρόνο να ζωγραφίζω τα σαββατοκύριακα. Όχι πια βουνά και θαλασσινά τοπία αλλά ουρανοξύστες και δεξαμενές νερού που έβλεπα από το παράθυρό μου.
Κατάφερα να αγοράσω ένα κτίριο Brownstone του 1860 στο Williamsburg, μια ¨σκληρή¨ γειτονιά και για αυτόν τον λόγο σε τιμή προσιτή. Καλλιτέχνες μετακόμιζαν εκεί γιατί υπήρχαν βιομηχανικά κτίρια που ήταν κατάλληλα για στούντιο. Το 1997 έφτιαξα στον κήπο μου ένα υπόστεγο 2,5 επί 3 μέτρα, για να βάζω τα φυτά μου τον χειμώνα. Ήταν ένας όμορφος μικρός χώρος και καθώς στο Williamsburg τον Νοέμβρη γινόταν ένα Σαββατοκύριακο Ανοιχτών Στούντιο, αποφάσισα να εκθέσω μερικά έργα φίλων μου καλλιτεχνών και δικά μου. Είχε μεγάλη επιτυχία, ο κόσμος λάτρεψε τη μίνι γκαλερί και είπε πως θα έπρεπε να τη διατηρήσω ως γκαλερί. Έτσι κι έκανα, την ονόμασα Holland Tunnel. Καθώς άνοιγαν όλο και περισσότερες γκαλερί και το Williamsburg γινόταν καλλιτεχνικός προορισμός, ο κόσμος άρχισε να το αποκαλεί New Soho κατά το Soho στο Μανχάταν όπου υπάρχουν πολλές γκαλερί.
Ζω τώρα στο Newburgh, μια πόλη ιστορική πάνω στον ποταμό Hudson. Είναι μια σκληρή πόλη, με εγκληματικότητα, ναρκωτικά, παρακμασμένα αρχοντικά αλλά καλλιτέχνες όλο και μετακομίζουν, μερικοί μάλιστα από το Williamsburg! Σπίτια ανακαινίζονται και νέες γκαλερί ανοίγουν. Βρήκα ένα όμορφο βιομηχανικό κτίριο όπου άνοιξα την Holland Tunnel Gallery Newburgh το 2017. Τώρα το Newburgh αποκαλείται συχνά New Williamsburg.

Σπουδές και έργα
Σπούδασα Μνημειακή Τέχνη στην Ακαδημία Τέχνης του Arnhem στην Ολλανδία. Μετά τις σπουδές μου έγινα καθηγήτρια εικαστικών και δούλεψα με υλικά που έβρισκα καθώς ζούσα σε μια περιοχή όπου οι παλιατζήδες είχαν τις αποθήκες τους. Αφού μετακόμισα στην Πάρο η δουλειά μου έγινε πιο ρεαλιστική και συνδεδεμένη με τον τόπο. Η δουλειά μου επηρεάζεται από το πού βρίσκομαι: Ολλανδία, Ελλάδα, Ιαπωνία και τώρα Νέα Υόρκη. Έβαφα σπίτια για πολλά χρόνια στη Νέα Υόρκη και με εμπνέουν οι στρώσεις της μπογιάς που ξεφλουδίζουν, χρησιμοποιώ μεγάλα πινέλα και σπάτουλες στη δουλειά μου.

Η οικία Αζάρη και η Holland Tunnel Gallery
Όνειρο δικό μου αλλά και της αδελφής μου, Heleen Schuttevaêr, που είναι τραγουδίστρια της τζαζ και πιανίστα και που έρχεται, όπως κι εγώ, κάθε καλοκαίρι στην Πάρο, ήταν να βρούμε ένα παλιό σπίτι όπου θα μπορούσαμε να κάνουμε εκθέσεις, συναυλίες, ποιητικές βραδιές. Στις αρχές του 2000 βρήκαμε την οικία Αζάρη στο κέντρο της Παροικιάς, ένα αστικό σπίτι κάπου τριακοσίων χρονών, ιδανικό για αυτό που θέλαμε. Επιδιορθώσαμε το διώροφο παραμελημένο σπίτι, σώσαμε ό,τι μπορούσαμε -παλιές πόρτες, παντζούρια, ξυλόφουρνο, σκάφη. Η πρώτη έκθεση εγκαινιάστηκε το καλοκαίρι του 2000 με ξυλογραφίες 20 διεθνών καλλιτεχνών, βραδιές ποίησης και συναυλίες τζαζ. Το όνειρό μας είχε γίνει πραγματικότητα.
Τα επόμενα χρόνια προσκάλεσα καλλιτέχνες να δουλέψουν πάνω σε ελληνικά θέματα όπως ο Λαβύρινθος, το Αίνιγμα, Ξαναβλέποντας τον Όλυμπο, το Πανδαιμόνιο και άλλα για τις καλοκαιρινές εκθέσεις. Ήταν ωραίο που ανάμεσα στους επισκέπτες βρισκόντουσαν και οι ηλικιωμένοι έλληνες γείτονές μας που τους άρεσε να βλέπουν τα έργα αλλά και το σπίτι όπου είχε ζήσει η αγαπημένη τους δασκάλα κυρία Αζάρη. Αγαπώ τη δουλειά πολλών καλλιτεχνών και αγοράζω όποτε είναι δυνατόν. Έχω συλλέξει έργα δύο καλλιτεχνών από το νησί που έχουν πεθάνει.
Η πρώτη είναι η Μαρία Αγούρου από τη Μάρπησσα, που έφυγε στην Αθήνα, μικρό κορίτσι, για να γίνει καπελού. Επέστρεψε σε μεγάλη ηλικία και άρχισε να ζωγραφίζει κυρίες με καπέλα αλλά και το πάτημα των σταφυλιών, τις τέσσερις εποχές ακόμα κι ένα γυμνό! Ο δεύτερος είναι ο Νίκος Καρποδίνης, τσαγκάρης, που δούλευε στο πολύχρωμο μικρό τσαγκάρικό του σε ένα σοκάκι της Παροικιάς. Όταν δεν είχε παπούτσια να διορθώσει, ζωγράφιζε σκηνές από την Πάρο, ψαρόβαρκες, ζώα, ανεμόμυλους και εκκλησίες σε χαρτόνια με ένα σπαγκάκι για να τα κρεμάει.
Έχω μια συλλογή των έργων τους, που θα εκθέσω φέτος στην γκαλερί. Διηγούνται την ιστορία της Πάρου όπως ήταν. Τα έργα δεν είναι προς πώληση, θέλω να τα κρατήσω σαν συλλογή και ίσως να τα εκθέσω σε έναν χώρο στην πόλη όπου να μπορούν όλοι να τα απολαύσουν αλλά θα υπάρχουν κάρτες κι ένα ημερολόγιο που θα μπορεί κανείς να πάρει.