Τα δυο αδέλφια στο παντοπωλείο.

Το παλιό βιβλίο με τα βερεσέδια.

Χαιρετίσματα από τη Σκωτία με πολλή αγάπη.

Παντοπωλείο «ο Διπλός»

Κείμενο: Παύλος Μεθενίτης | Φωτογραφίες: Δημήτρης Βρανάς (A.I.F)

Ο Μανώλης Χαραλάμπους, με τη βοήθεια της αδελφής του, της κυρίας Κούλας, διευθύνει το παραδοσιακό παντοπωλείοο Διπλόςστην Παροικιά της Πάρου. Ένα εμβληματικό μπακάλικο, σταθερή αξία στην Πάρο για περισσότερα από πενήντα χρόνια, με ενθουσιώδεις πελάτες απόλον τον κόσμο


Οι νεότεροι δεν έχουν παραστάσεις
από τέτοια μαγαζιάαλλά οι μεγαλύτεροι, που μπαίνουν για πρώτη φορά στο ΠαντοπωλείοΟ Διπλός”, στην Παροικιά της Πάρου, θα συγκινηθούν. Ακόμα κι αν έχουν ξεχάσει πώς ήταν τα παλιά μπακάλικα, η μύτη τους θα θυμηθεί αμέσως αυτή την υπέροχη, ορεκτική μπακαλομυρουδιά, αυτό το μελάνζ από τυριά, τουρσιά και πολλά, μα πολλά άλλα προϊόντα.
Ο κύριος Μανώλης μας κερνάει μια εξαίρετη κάππαρη, από το βάζο, ντόπια, της Πάρου, “όχι Τουρκίαςόπως είναι γραμμένο στο ταμπελάκι της τιμής. Όσο το δριμύ της άρωμα πλημμυρίζει το στόμα μας, ο κύριος Χαραλάμπους μας ξεναγεί στην ποικιλία των προϊόντων, αλλά και στην ιστορία του παντοπωλείου.

Τριγύρω μας, στο ψυγείο και στα ράφια που φτάνουν μέχρι το ταβάνι, υπάρχουν σχεδόν τα πάντα. Από διακοσμητικούς ναργιλέδες, γυαλικά, δίσκους σερβιρίσματος για καφενεία, καθαριστικά, χαρτικά, σκούπες, κονσέρβες και κορνίζες, μέχρι λαχταριστά ντόπια προϊόντα: σκόρδα, φρέσκα αυγά, ρεβίθια, φασολάκια μαυρομάτικα, σούμα και κρασιά του συνεταιρισμού (Paros και Εκατονταπυλιανή). Επίσης λάδι, ξίδι, γλυκά κουταλιού μικρών παραγωγών, θυμαρίσιο μέλι, πετιμέζι, κρίταμο, σούμα, σουμόμελο, λιαστό κρασί Πάρου, και βέβαια τυριά παραγωγών, τουλουμοτύρι, ψημένο κεφαλοτύρι και γλυκιά μυτζήθρα, χωρίς να λείπουν φυσικά τα τυριά από τον αγροτικό συνεταιρισμό του νησιού: γραβιέρα, κρασοτύρι και λαδοτύρι.

Παλιότερα, ο πατέρας των δύο αδελφών, ο Δημήτρης Χαραλάμπους (που η οικογένειά του έφυγε από τη Μικρασία με τον διωγμό του ’22) γυρνούσε τα χωριά της Πάρου ανταλλάσσοντας υφάσματα και είδη προικός με τοπικά προϊόντα, όπως βέβαια τα τυριά. Ο πατέρας, οέμπορος”, έμπαινε στο σπίτι του τυροκόμου, και ανάλογα με το επίπεδο καθαριότητας του παραγωγού, έκανε τη συναλλαγή. Ο τυράς έπρεπε να είναι πεντακάθαρος, και μάλιστα οι γυναίκες δεν τυροκομούσαντις δύσκολες μέρες του μήνα και μετά τον έρωτα”, όπως μας λέει χαρακτηριστικά ο κύριος Μανώλης.
Ο πατέρας του, που δούλευε στα καπνά της Πάρου από πέντε χρονών, άνοιξε το παντοπωλείο στις αρχές της δεκαετίας του ’60 μαζί με τη γυναίκα του Ασπασία που ήταν η ψυχή του μπακάλικου. Το όνομά του (“Ο Διπλός”) οφείλεται στο ότι ένα μέλος της οικογένειας ζητούσε διπλή μερίδα στο μεροκάματο. Η κοινωνία αγκάλιασε το μαγαζίοι πελάτες έρχονταν, κάθονταν στα σκαλάκια της πίσω εισόδου και πίνανε σούμα με μεζέ σαρδέλες

Το μπακάλικο έκανε πίστωση στους πελάτες του. Με περηφάνια ο κύριος Μανώλης μας δείχνει το παλιό τεφτέρι με τα βερεσέδια. Μιλάμε για κοινωνικό έργοΗ οικογενειακή επιχείρηση είχε πουλήσει προμήθειες βερεσέ ακόμα και στους αρχαιολόγους που έκαναν ανασκαφές στο γειτονικό νησάκι Δεσποτικό το 1965 (!) όπως αναφέρει στο βιβλίο της «Δια Σύρον, Πάρον, Νάξον, Ίον, ΟίανΘήραν» (2008) η αρχαιολόγος Φωτεινή Ζαφειροπούλου. “Δεν νομίζω ότι σήμερα θα υπάρχει άνθρωπος να σκεφτεί καν κάτι τέτοιο, όχι και να το κάνει.και συνεχίζειΠάντως αυτό το μπακάλικο «Ο Διπλός» μέσα στην Αγορά είναι από τα λίγα που έχουν μείνει ως σήμερα όπως τότε, ο κυρΔημήτρης δεν είναι πια νέος, όπως κι εμείς, αλλά η οικογένειά του συνεχίζει την παράδοση. Στην εποχή του πλαστικού χρήματος σπάνια χρησιμοποιούν ένα κομπιουτεράκι που έχουν, για καλό και για κακό φαντάζομαι, αφού συνήθως λογαριάζουν κάνοντας πρόσθεση όπως παλιά και συνεχίζουν να πουλάνε πραγματικά παριανά προϊόντακάπαρη, σκόρδα, τυριά, φρέσκα αυγά, ρεβύθια -, αλλά και τις κονσέρβες με τις σαρδέλλες και τα ντολμαδάκια όπως τότε. Χαρά Θεού και μακριά από την παγκοσμιοποίηση αν είναι να χαθούν και οι τελευταίοι αυτοί φάροι του ευ ζην”.

Σήμερα, που η κρίση έχει γυρίσει την Ελλάδα πολλές δεκαετίες πίσω, τα αυτοκόλλητα με τα νέα βερεσέδια δυστυχώς πληθαίνουν πίσω από τον πάγκο. ‘Ομως τα δύο αδέλφια, πιστά στην υπόσχεση που έδωσαν στους γονείς τους, θα κρατήσουν όσο μπορούν το κατάστημα. “Το μαγαζί λειτουργεί έξω από την παγκοσμιοποίησηκαι σουπερμάρκετ να άνοιγε ακριβώς απέναντι, εμείς θα παραμέναμε εδώ”, αναφέρει με ένα γαλήνιο πείσμα ο κύριος Χαραλάμπους. “Δεν το κάναμε μίνι μάρκετ γιατί ήταν όνειρο των γονιών μας να μείνει πάντα ένα οικογενειακό μαγαζί, να μπαίνουν οι οικογένειες να νιώθουν σαν το σπίτι τους. Ωστόσο, η κρίση μας επηρέασε. Δε βγαίνει σήμερα το μαγαζί , αλλά το παλεύουμε, κι όσο αντέξουμε”, συμπληρώνει.

Ο κύριος Μανώλης μας δείχνει με υπερηφάνεια φωτογραφίες του παντοπωλείου που τις τράβηξαν τουρίστες. Είναι πασιφανές πως οι ηθικές απολαβές από τη λειτουργία του μαγαζιού υπερβαίνουν τις υλικές. Ο ιδιοκτήτης παραθέτει φωτογραφίες: ο Αργεντινός που ξανάρθε ενθουσιασμένος για να ξανασυναντήσει τον κυρ Δημήτρη Χαραλάμπους, βρίσκοντας όμως το χαρτί του μνημοσύνου του παντοπώλη στην πόρτα του μαγαζιού, ο Γάλλος που βοήθησε στο τρίψιμο της ρίγανης, με αμοιβή ένα σακουλάκι από το εύοσμο βότανο για να το δωρίσει στη μητέρα του, κι άλλοι πολλοί ξένοι, όλοι ευτυχείς που πρόλαβαν να δουν, να μυρίσουν και να γευτούν κάτι σημαντικό, κάτι ανθρώπινο: ένα σπάνιο κοινωνικό είδος, ένα παντοπωλείο υπό εξαφάνιση, που κανείς διεθνής οργανισμός όμως δεν μπαίνει στον κόπο να προστατεύσει.

Kαλοκαίρι 2015