Τοιχογραφίες λαϊκής τεχνοτροπίας του 16ου και 18ου αιώνα.
Στο εσωτερικό του ναού του Αγίου Αντωνίου, το ξυλόγλυπτο τέμπλο είναι του 1693.
Ο Άγιος Αντώνιος
και το μεσαιωνικό κάστρο
του Κέφαλου στην Πάρο
Κείμενο: Αθανάσιος Βιώνης, Καθηγητής Βυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης στο Πανεπιστήμιο Κύπρου
Ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα στοιχεία της ανατολικής ακτής της Πάρου, είναι ο λόφος του Κεφάλου με το μοναστήρι του Αγίου Αντωνίου στην κορυφή που ομορφαίνει με απροσδόκητο τρόπο το ήρεμο κατά τ’ άλλα τοπίο. Ο Κέφαλος με τον χαμηλότερό του Αντικέφαλο, στην άλλη άκρη της παραλίας του Μώλου, ελέγχει πλήρως το στενό πέρασμα μεταξύ Πάρου και Νάξου. Το κατάλευκο μοναστήρι στην κορυφή τονίζει απλά το τέλειο σχήμα του και προσκαλεί τον επισκέπτη να ανέβει στο λόφο.
Με τα πόδια λοιπόν ή με αυτοκίνητο, αποφασίστε το. Αξίζει τον κόπο. Φτάνοντας στην κορυφή εκτός από την εκπληκτική θέα, σάς περιμένουν κι άλλες εκπλήξεις. Ένα κορινθιακό κιονόκρανο από τον αρχαίο ναό της Άρτεμης συνδιαλέγεται με τον σταυρό του τρούλου ενώ ερείπια πύργων, δεξαμενών, εκκλησιών και σπιτιών από τότε που εδώ ζούσαν άνθρωποι, περιτριγυρίζουν το μοναστήρι του 17ου αιώνα. Μαρτυρίες ενός όχι και τόσο μακρινού παρελθόντος, της Ενετοκρατίας, που διήρκεσε εδώ 330 χρόνια ακριβώς. Από το 1207 οπότε η Πάρος έγινε μέρος του Δουκάτου της Νάξου υπό τον Ενετό Μάρκο Σανούδο, ως το 1537, όταν ο Μπαρμπαρόσα, ναύαρχος του οθωμανικού στόλου υπέταξε τον Βερνάρδο Σαγρέδο, μετά από μεγάλη μάχη, κατέλαβε το κάστρο του Κεφάλου και αιχμαλώτισε 6.000 νέους Παριανούς. Τότε που η αρχόντισσα Καικίλια Βενιέρι, ρίχτηκε, σύμφωνα με την τοπική παράδοση, στον γκρεμό για να μην πέσει στα χέρια των Οθωμανών, κλείνοντας με αυτό τον ηρωικό τρόπο την περίοδο των Ενετών στην Πάρο.
Το κείμενο που ακολουθεί, περίληψη αρχαιολογικής μελέτης, είχε την καλοσύνη να μας το παραχωρήσει ο Καθηγητής Βυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης στο Πανεπιστήμιο Κύπρου κ. Αθανάσιος Βιώνης.
Τα ερείπια του Κάστρου του Κεφάλου χρονολογούνται μεταξύ 13ου και 16ου αιώνα και βρίσκονται σήμερα στον κωνικό λόφο Κέφαλο ή Άγιο Αντώνιο, όπως ονομάζεται από το ομώνυμο μοναστήρι που χτίστηκε εκεί γύρω στα 1580. O χώρος καταλαμβάνει την κορυφή του λόφου, που έχει ύψος 230 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας και προσφέρει επιβλητική θέα. Ο Κέφαλος είναι παρόμοιος σε διάταξη με άλλα κάστρα αυτής της περιόδου στο Αιγαίο. Το ψηλότερο σημείο του κάστρου καταλάμβανε κάποτε η καθολική μητρόπολη και η κατοικία του άρχοντα, με όλες τις απαραίτητες δομές που θα εξασφάλιζαν την επιβίωση των κατοίκων του. Το κάτω κάστρο αποτελείται από δύο τμήματα που προστατεύονται από ένα εσωτερικό κι ένα εξωτερικό αμυντικό τείχος, με σειρές από μονόχωρα σπίτια χτισμένα πάνω τους.
Τα εσωτερικά και εξωτερικά τείχη του κάστρου διαιρούν τον χώρο σε δύο επίπεδα. Δύο οικοδομικές φάσεις μπορούν να ταυτιστούν με ασφάλεια και οι δύο προγενέστερες από την οικοδόμηση του μοναστικού συγκροτήματος του Αγίου Αντωνίου γύρω στα 1580. Το εσωτερικό αμυντικό τείχος με μέσο πάχος 1.20μ. χτίστηκε στην πρώτη οικοδομική φάση και περικλείει μία περιοχή 6.400 τ.μ. Η είσοδος στον χώρο που περικλείεται από το εσωτερικό τείχος γινόταν από μία πύλη που βρισκόταν στη νοτιοδυτική γωνία του τείχους. Μέρος του εσωτερικού τείχους περιβάλλει έναν επίπεδο χώρο 2.300 τ.μ. στο ψηλότερο σημείο του Κέφαλου. Αυτή είναι η περιοχή που καταλαμβάνει τώρα το μοναστήρι αλλά κάποτε καταλάμβανε η κατοικία του φεουδάρχη ή άρχοντα του νησιού. Το εξωτερικό αμυντικό τείχος με μέσο πάχος 1.50 μ. φαίνεται να χτίστηκε στη δεύτερη οικοδομική φάση και περικλείει ένα χώρο 28.400 τ.μ. Υπάρχουν δύο πύλες στο εξωτερικό αμυντικό τείχος, η νότια ήταν η κύρια αλλά υπήρχε και μία προς τα δυτικά. Ο εξωτερικός οχυρωματικός περίβολος αύξησε το συνολικό εμβαδόν του κάστρου του Κέφαλου στα 35.000 τ.μ.
Η ύπαρξη εννέα εκκλησιών (τρεις δίδυμες και τρεις κανονικές μονόκλιτες) με τις σχετικές οικίες κοντά τους, καθόριζε τη διαίρεση του χώρου σε έξι “γειτονιές“, όλες εστιασμένες γύρω από μια θολοσκέπαστη εκκλησία. Ερείπια οικιών βρίσκονται καθ’ όλο το μήκος του εσωτερικού και εξωτερικού τείχους, ενώ η κατάσταση και το μέγεθός τους ποικίλουν. Ένα παλιό (αρχικά μεσαιωνικό) λιθόστρωτο μονοπάτι που οδηγεί στο μοναστήρι διασχίζει όλο το κάστρο.
Τα κατάλοιπα τριών δεξαμενών νερού με το κονίαμά τους ταυτίστηκαν στον Κέφαλο. Η μεγαλύτερη βρίσκεται εντός του εσωτερικού περιβόλου, βόρεια από το μοναστήρι και πιθανόν αποτελούσε το υπόγειο ενός μάλλον μεγάλου πολυώροφου πύργου. Η δεξαμενή παρείχε νερό στους κατοίκους της οικίας του άρχοντα ενώ ο πύργος είχε σχέση με την ίδια την κατοικία ή με την καθολική μητρόπολη που τώρα βρίσκεται κάτω από την εκκλησία του Αγίου Αντωνίου. Τα ερείπια μιας δεύτερης δεξαμενής βρέθηκαν νοτιοδυτικά από τον ναό του Ευαγγελισμού, με κονίαμα κι αυτή αλλά αρκετά μικρότερη. Η τρίτη δεξαμενή βρίσκεται δίπλα στη νότια πύλη, αριστερά από το λιθόστρωτο καλντερίμι. Τόσο το εσωτερικό όσο και το εξωτερικό τείχος ήταν ενισχυμένα με πύργους στις γωνίες χτισμένους με ακατέργαστες πέτρες και σοβατισμένους.
Οι περισσότερες περιοχές του κάστρου διατηρούν μεγάλο αριθμό από ταπεινά κτίσματα που θα ήταν τα σπίτια των χωρικών. Θα πρέπει να είχαν δύο ορόφους, εκμεταλλευόμενα το ύψος του τείχους και φαίνεται ότι είχαν δύο δωμάτια με πόρτες στους πλαϊνούς τοίχους. Μικρές ξύλινες ή πέτρινες εξωτερικές σκάλες οδηγούσαν στον επάνω όροφο ενώ το ισόγειο χρησίμευε σαν στάβλος ή αποθήκη. Τα σπίτια δεν είναι χτισμένα με κανόνες και ποικίλουν σε μέγεθος, με το μέσο εμβαδόν να κυμαίνεται από 20τμ ως 45τ.μ. Τα ερείπια των σπιτιών σε τμήματα του κάστρου υποδηλώνουν ότι τα ισόγεια ήταν θολοσκέπαστα.
Αφού έφτασαν στην Πάρο, οι Ενετοί έχτισαν το Κάστρο στην Παροικιά ως κατοικία και διοικητική έδρα του νησιού, στα 1260. Το κάστρο της Νάουσας χτίστηκε στα τέλη του 13ου αρχές του 14ου αιώνα, ενώ ένας κυκλικός πύργος με πολεμίστρες προστέθηκε στην είσοδο του λιμανιού γύρω στα 1500. Το κάστρο του Κέφαλου υπήρχε ήδη ως οχυρωμένη θέση όταν ο φλωρεντινός ιερωμένος Cristoforo Buondelmonti επισκέφθηκε την Πάρο γύρω στα 1415-20, αναφέροντας ότι το κάστρο βρισκόταν σε έναν απότομο λόφο. Η ύπαρξη του οχυρού ήδη από τις αρχές του 15ου αι. επιβεβαιώνεται από την επιγραφή πάνω από το άνοιγμα της πόρτας του ναού του Ευαγγελισμού στον Κέφαλο, που μνημονεύει τα ονόματα των κτητόρων και το 1410 ως έτος ίδρυσης.
Δεν είναι εύκολο να προτείνει κανείς μια συγκεκριμένη χρονολογία για τον Κέφαλο στη βάση ιστορικών πληροφοριών αλλά τα αρχαιολογικά τεκμήρια δείχνουν ότι η πρώτη φάση του κάστρου μπορεί να τοποθετηθεί στα τέλη του 13ου αι. Η διασπορά των κεραμικών επιφανείας που χρονολογούνται από το 13ο αι. ως τα μέσα του 14ου δείχνουν μεγάλη συγκέντρωση στα εσωτερικά τείχη του κάστρου του Κέφαλου. Το εξωτερικό αμυντικό τείχος του κάστρου πρέπει να χτίστηκε στα τέλη του 14ου αι. στα χρόνια της διακυβέρνησης του Νicolo I Sommaripa, ο οποίος μετέφερε την έδρα της διοίκησης από το Κάστρο της Παροικιάς σε αυτό του Κέφαλου. Το κάστρο πολιορκήθηκε και πάρθηκε από τον Μπαρμπαρόσα το 1537. Πράγματι η κεραμική επιφανείας φαίνεται να υποδεικνύει συνέχεια κατοίκησης από τα τέλη του 14ου αι. ως τα τέλη του 15ου με αρχές 16ου αι. έξω από το αμυντικό τείχος. Ο Κέφαλος δεν ξανακατοικήθηκε ποτέ. Το μοναστήρι χτίστηκε στα τέλη του 16ου αι. στην κορυφή του λόφου και άρχισε να λειτουργεί το 1642.
Τα κατάλοιπα των χτισμάτων πάνω στο αμυντικό τείχος και η φύση του χώρου υποδηλώνουν ότι πρέπει να είχαν εκμεταλλευτεί πλήρως το χώρο μέσα από την οχύρωση για να στεγάσουν έναν μεγάλο αριθμό κατοίκων. Ως προς το μέσο μέγεθος των σπιτιών ο Κέφαλος μπορεί να συγκριθεί με άλλους οχυρωμένους οικισμούς της περιόδου σε άλλα νησιά. Εξάλλου με δεδομένο το συνολικό εμβαδόν του κάστρου (3,5 εκτάρια)δεν θα ήταν υπερβολικό να θεωρήσουμε ότι 1000 με 1500 άτομα κατοικούσαν στον Κέφαλο στην πλήρη έκτασή του κατά τον 15ο και 16ο αιώνα.