Κώστας Γουζέλης
Να γράφεις και να πράττεις με την καρδιά σου
Κείμενο: Σταυρούλα Παπασπύρου | Φωτογραφίες: Σταύρος Νιφλής
Τον Κώστα Γουζέλη στην Πάρο τον γνωρίζουν κι οι πέτρες. Για εκείνους που δεν τον ξέρουν, ιδού πώς συστήνεται ο ίδιος στο «A House in Cyclades», έναν από τους τίτλους των εκδόσεων «Ποντοπόρος» –μία από τις δραστηριότητές του στο νησί: «Ο Κώστας Γουζέλης σπούδασε αρχιτεκτονική στη Ρώμη και γλυπτική δίπλα στον Emmanuel Herzl. Μελετάει και κατασκευάζει σπίτια κυρίως στις Κυκλάδες. Έχει κάνει μερικές εκθέσεις γλυπτικής. Παράλληλα ασχολείται με την αναστήλωση παλιών ξύλινων ιστιοφόρων καϊκιών και τη δημιουργία ντοκιμαντέρ με θαλασσινά θέματα».
Πόσο λίγα χωράνε μέσα σε τέτοια «επίσημα» βιογραφικά… Καθώς με ξεπροβοδίζει, έπειτα από σχεδόν δίωρη κουβέντα, κι ας ήταν κομμάτια (είχε μόλις επιστρέψει από ταξίδι), μου χαρίζει ένα αντίτυπο του παραπάνω βιβλίου με την αποκρυσταλλωμένη άποψή του περί αρχιτεκτονικής και μαζί την ποιητική του συλλογή «Ωδές για την μπρατσέρα Αθηνά», με την ευχή στην αφιέρωση «Να γράφεις και να πράττεις με την καρδιά σου». Μια φράση που επίσης απουσιάζει από το «επίσημο» βιογραφικό, μολονότι συνοψίζει τη φιλοσοφία της ζωής του.
Να μερικά απ’ όσα είχε να αφηγηθεί ο Κώστας Γουζέλης όταν κλήθηκε να ανατρέξει στους δεσμούς του με την Πάρο, να σταθεί σ’ αυτά που έχει να μας προσφέρει η παράδοση, να μιλήσει για τα μελλοντικά του σχέδια και γι’ αυτά που πιάνουν οι κεραίες του, αλλά, πάνω απ’ όλα, να θυμηθεί μερικά από όσα έκανε με την καρδιά του.
«Πρωτοπάτησα στην Πάρο καλοκαίρι, παιδάκι, όταν ήρθαμε με τη μητέρα μου στον Δρυό, στο σπίτι της γιαγιάς μου, για διακοπές. Έχω κρατήσει πολύ ωραίες αναμνήσεις αλλά η σχέση μου με το νησί κατοχυρώθηκε αργότερα, το ’69, όταν ήμουν πρωτοετής της αρχιτεκτονικής στη Ρώμη. “Θα ’μαι στην Πάρο, έλα να με βρεις”, μου ’χε πει ένας ιρλανδός φίλος μου, ποιητής και καθηγητής στο αμερικανικό πανεπιστήμιο της πόλης, ο Ντέσμοντ Ο’ Γκρέιντι, και δεν ήταν ο μόνος που αναφερόταν σ’ αυτήν. Στο χυτήριο του Χερτζλ, του οποίου ήμουν βοηθός τότε, όλοι οι γλύπτες, πενηντάρηδες οι περισσότεροι, μια εξαιρετική καλλιτεχνική παρέα, μόνο για την Πάρο μιλούσαν…
«Θυμάμαι το βράδυ που έφτασα στην Παροικιά. Ήμουν ξεκούραστος –είχα φτιάξει μια μπράντα, ένα είδος αιώρας, που την κρεμούσα κάθε τόσο σε δυο σίδερα του πλοίου και, σε όλο το ταξίδι, δεν με είχε ενοχλήσει κανείς! Ήταν “νύχτα ψαριού και κρασιού” ή κάτι ανάλογο. Βρέθηκα με χιλιάδες κόσμο σ’ ένα καταπληκτικό περιβάλλον και μέθυσα τόσο, ώστε ήρθαν αστυνομικοί και με μάζεψαν. Ξύπνησα χωμένος στο σλίπινγκ μπαγκ, σ’ ένα στενάκι της Νάουσας, από τις φωνές ενός γαϊδάρου. Μαγικό! Τότε μάλλον αποφάσισα ότι κάποια στιγμή θα εγκατασταθώ εδώ.»
«Εκείνη την περίοδο πηγαινοερχόμουν, είχαμε χούντα, είχαμε αγώνα, κι όποτε έφτανα στην Πάρο ένιωθα ότι συναντώ μια “κανονική” Ελλάδα, αισθανόμουν ασφάλεια. Η παρέα της Ρώμης κι από κοντά οι ντόπιοι –νέοι, ψαράδες, υποψιασμένοι, πολιτικοποιημένοι, άνθρωποι που παραμένουν και σήμερα φίλοι μου– ήταν εκρηκτικός συνδυασμός. Ένας παράδεισος!»
Ο Κώστας Γουζέλης γεννήθηκε στην Αθήνα, πήγε δημοτικό στη Βαγδάτη, όπου ο μηχανικός πατέρας του εργαζόταν για το γραφείο Δοξιάδη, και στη Ρώμη έφτασε με το απολυτήριο του Κολλεγίου Αθηνών, όντας ήδη γερά δεμένος με τη θάλασσα, ως παλιός αθλητής της ιστιοπλοΐας στον Βόλο. Όταν στη Μεταπολίτευση τον ρώτησαν πού ήθελε να υπηρετήσει, αντί για το Πεντάγωνο, διάλεξε τη Σύμη. «Ήθελα ένα μέρος χωρίς αξιωματικούς, χωρίς τίποτα… Στη Σύμη φτιάχναμε οχυρωματικά έργα κι εγώ, στον ελεύθερο χρόνο μου, έφτιαξα το πρώτο μου καΐκι. Είχα αγοράσει ένα παρατημένο για ψίχουλα κι έπειτα από ενάμιση χρόνο το παρέδωσα καινούργιο, με αντάλλαγμα να μπορώ να φτιάξω το δικό μου καΐκι πια, την “Ευαγγελίστρια”. Τελειώνοντάς το, ζήτημα να είχα ένα πενηντάρικο πάνω μου. Πουλάω, όμως, σε εξωφρενική τιμή ένα παλιό κομπρεσέρ για σφουγγαράδες και στη συνέχεια, διακινώντας κιλίμια μεταξύ Νάουσας και Μποντρούμ, γίνομαι βασιλιάς! Τότε, περίπου στα τέλη της δεκαετίας του ’70, στήνω δυο αντίσκηνα σ’ ένα οικόπεδο στον Δρυό που μου ’χε αφήσει η μάνα μου, μια από το Μοναστηράκι και άλλη μια γύφτικη αντί μπάνιου πλάι της, και μέσα σ’ ένα χειμώνα χτίζω ένα πολύ ωραίο σπίτι, καρπό πραγματικά μεγάλης ανάγκης για δημιουργία, που διακρίθηκε σε πανελλήνιο διαγωνισμό επί Τρίτση –με ιδιαίτερα υψηλό έπαθλο, μάλιστα».
Χάρη σ’ αυτό το σπίτι ρίζωσε τελικά ο Γουζέλης στην Πάρο. Αντί να ενταχθεί σε κάποιο αρχιτεκτονικό γραφείο ή να χτίζει πολυκατοικίες, το πούλησε σ’ έναν ελβετό ατζέντη κλασικής μουσικής κι έβαλε μπροστά να χτίσει το επόμενο και μετά το επόμενο, έχοντας καλά χωνεμένα μέσα του τα διδάγματα του Δημήτρη Πικιώνη και του Άρη Κωνσταντινίδη, αλλά και του Κυριάκου Κρόκου, πολύτιμου συνομιλητή στα πρώτα αρχιτεκτονικά του βήματα. «Το θέμα είναι να προσεγγίζεις τα πάντα με σεβασμό», επιμένει. «Επιχειρείς κάτι που θα συμβαδίζει με την ομορφιά της ζωής, όχι για λόγους εκμετάλλευσης, αλλά επειδή πραγματικά το κάνεις κέφι, όπως θα έκανες μ’ ένα γλυπτό. Από το ’90 άρχισαν να προσγειώνονται από την Αθήνα δεκάδες γραφεία στην Πάρο, ετοιμάζοντας μελέτες σε χρόνο ρεκόρ. Υπήρχε περίπτωση να βγει κάτι σωστό απ’ αυτό; Πρέπει να ξέρεις τον τόπο, τι μέρος του λόγου είναι οι άνθρωποί του, ποιες είναι οι ανάγκες του… Χρειάζεται μια ισορροπία, δεν μπορείς να πετάς στο βουνό ό,τι σου ’ρχεται. Όταν όμως η κυβέρνηση έχει σηκώσει ψηλά τα χέρια, όταν τα νησιά δεν έχουν ούτε σχολεία ούτε μαρίνες κι αποτελούν ξέφραγο αμπέλι για τον κάθε κομπιναδόρο που υπόσχεται ανάπτυξη… ακόμα κι αν δεν έχεις μπει σ’ αυτήν τη λογική, κάποια στιγμή θα συμμετάσχεις στο παιχνίδι. Δεν είμαι αριστοκράτης ούτε, όμως, και δογματικός· έφτιαξα κι εγώ δύο συγκροτήματα. Όμως, είχε ξεφύγει το πράγμα. Η κρίση υπήρξε σωτήρια απ’ αυτήν την άποψη…»
Η ποιότητα των ανθρώπων πόσο επηρεάστηκε στο μεσοδιάστημα; «Άλλαξε πολύ», λέει ο Γουζέλης, «εξαιτίας κυρίως του πολέμου ενάντια στην αλιεία, με τελείως ψευδείς ισχυρισμούς, και της μαζικής καταστροφής των καϊκιών που ακολούθησε. Έως το ’85 υπήρχαν πάνω από ογδόντα καΐκια στη Νάουσα. Το ’90 είχαν μείνει πενήντα και σήμερα δεν ξεπερνούν τα τέσσερα. Πράγμα που σημαίνει ότι περίπου ο μισός πληθυσμός της πόλης που απασχολούνταν στην αλιευτική βιομηχανία διαλύθηκε. “Σπάστε τα καΐκια” ήταν η κοινοτική οδηγία –και το έκαναν! Πουθενά αλλού δεν συνέβη αυτό! Ούτε στην Αγγλία, ούτε στη Γαλλία, ούτε στην Ιταλία, πουθενά. Κι εμείς, θαλασσινός λαός, δεν κάναμε το παραμικρό για να προστατεύσουμε αυτήν τη σπουδαία παραδοσιακή τέχνη. Αν δεν είχαμε γυρίσει με τον Κολόζη τη σειρά ντοκιμαντέρ “Αιγαίο νυν και αεί” ίχνος της δεν θα διασωζόταν!»
Πώς αντιλαμβάνεται ο ίδιος την παράδοση; «Σαν μια δύναμη που δίνει κατευθύνσεις», λέει. «Η παράδοση αφορά τη βαθύτερη ουσία των πραγμάτων, τον τρόπο που αυτά συλλαμβάνονται και υλοποιούνται, την ιδεολογία που κουβαλούν. Στις μέρες μας, όμως, αρκούμαστε στην καταγραφή, την αντιγραφή, την αναμετάδοση, σαν να μην παίρνουμε χαμπάρι από την ουσία, σαν να έχει σαπίσει το μέσα μας. Κρατάει χρόνια η πτώση του ανθρώπου. Βλέπουμε γύρω μας περισσότερη ανάγκη για φιγούρα, παρά αγάπη· η δημιουργία και η επιτυχία έχουν ταυτιστεί με το χρήμα και την προβολή στα ΜΜΕ, ούτε μεταξύ μας δεν μπορούμε να τα βρούμε, χώρια οι καρκίνοι και οι ψυχασθένειες που κάνουν θραύση. Κι όμως, όσο κάποιοι κάνουν ό,τι κάνουν με την καρδιά τους, το παιχνίδι δεν χάνεται. Έτσι πορεύτηκα, κι έτσι εύχομαι να συνεχίσω. Θα ’θελα να δημιουργήσω κι άλλα όμορφα σπίτια, να εμβαθύνω κι άλλο, να γίνω ακόμα πιο εντάξει άνθρωπος. Στα μικρά μέρη, όπως είναι η Πάρος, το αντιλαμβάνεσαι πιο εύκολα: μόνο οι πράξεις μας μετράνε, αυτές δείχνουν την πραγματική μας σύγκρουση με την κοινωνία. Χαίρομαι πολύ όταν οι νέοι επιδιώκουν τη συντροφιά μου, κι ακόμα περισσότερο όταν νιώθω ότι μπορούμε να συνεννοηθούμε!»
Καλοκαίρι 2014