Η Νιόβη με εξημέρωσε…

Πορτραίτο / φωτογραφία, από τη Νιόβη.

Ο Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος στο κτήμα του.

Ηλίας X. Παπαδημητρακόπουλος

Συνέντευξη: Αυγή Καλογιάννη

Είμαι βιωματικός συγγραφέας


Ο Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος είναι ένα από τα πιο διαυγή, στιλπνά, νεανικά πνεύματα της εποχής μας. Κατάγεται από τον Πύργο Ηλείας και υπηρέτησε ως στρατιωτικός γιατρός ως το 1982 οπότε παραιτήθηκε από το Στράτευμα. Διηγηματογράφος ή μάλλον συγγραφέας μικρών ιστοριών, έχει εκδώσει είκοσι βιβλία κι έχει λάβει πολλά βραβεία και διακρίσεις με πιο πρόσφατα αυτό της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του έργου του το 2011 και το Μεγάλο Κρατικό Βραβεία των Γραμμάτων το 2018. Ζει με τη γυναίκα του Νιόβη τον περισσότερο χρόνο στο κτήμα τους στην Πάρο και έχουν αναμειχθεί ποικιλοτρόπως στην πνευματική ζωή του νησιού.


Τα κείμενά σας κυκλοφορούν πάντοτε σε εξαιρετικά επιμελημένες εκδόσεις, η εικονογράφηση, το χαρτί, η πολυτονική φυσικά γραφή αποτελούν, μαζί με το περιεχόμενο, ένα σύνολο με έντονο το προσωπικό στοιχείο. Είναι η αγαπημένη μυρωδιά του μελανιού που σας κάνει να θέλετε οπωσδήποτε να μετέχετε στο τύπωμα ή η επιθυμία να ελέγχετε όλη τη διαδικασία ώσπου να φτάσει το γραπτό σας στον τελικό αποδέκτη, τον αναγνώστη;
Για το μονοτονικό περιορίζομαι να πω, επειδή ο χώρος δεν επαρκεί, ότι η (βίαιη και ηλίθια) επιβολή του συνιστά  έγκλημα – με θύμα όχι μόνον την ελληνική γλώσσα και γραμματεία.
Η τυπογραφική εμφάνιση κάθε κειμένου μου (και του πλέον απλού άρθρου ή, ακόμη, και μιας επιστολής μου σε εφημερίδα), με απασχολεί  εξ ολοκλήρου.
Το σχήμα, η γραμματοσειρά, το μέγεθος των στοιχείων, η εικονογράφηση, τα στολίδια, το εξώφυλλο, οι διορθωτές τυπογραφικών δοκιμίων, το χαρτί, αποτελούν στην πραγματικότητα την ολοκλήρωση της συγγραφής.
Η Τυπογραφία είναι μια μεγάλη τέχνη. Πόσοι υποπτεύονται, έστω, ότι μεγάλοι ζωγράφοι και χαράκτες, όπως π.χ. ο Ντύρερ και ο Λεονάρντο Ντα Βίντσι, έχουν ασχοληθεί με την χάραξη ελληνικών τυπογραφικών στοιχείων;

Στη βράβευσή σας από την Ακαδημία Αθηνών γίνεται αναφορά στη σχέση του έργου σας με εκείνο του Παπαδιαμάντη, τόσο ως προς τη γλώσσα όσο και την επιλογή θεμάτων και χαρακτήρων. Πώς σχολιάζετε τη σύγκριση αυτή;
Δεν πρόκειται, εννοείται, για σύγκριση, αλλά για σύμπτωση στην επιλογή θεμάτων και χαρακτήρων, ως αποτέλεσμα μακράς και επίμονης μαθητείας – κάτι που συμβαίνει και με άλλους έλληνες συγγραφείς. Ο Παπαδιαμάντης αποτελεί έναν εκ των αρρήτων διδασκάλων μου.
Ως προς την γλώσσα, ο Παπαδιαμάντης ήξερε πολύ καλά ότι (κατά την ρήση του Ανδρέα Καρκαβίτσα), «μία εἶναι ἡ γλώσσα μας, καί κακῶς τήν χωρίζουν».
Η γλώσσα αποτελεί το μοναδικό όπλο του συγγραφέα, είναι η πηγή της αναγνωστικής απόλαυσης – και από εδώ πηγάζουν οι ανυπέρβλητες δυσκολίες της μετάφρασης.

Η διαδικασία της συγγραφής, λέτε κάπου, είναι μια χάρις, κρατάει ελάχιστες (συνήθως) μέρες, πλην όμως πρόκειται περί καταγραφής, αφού το διήγημα στριφογυρίζει στο μυαλό μου επί μήνες (ενίοτε και χρόνια) κι εκεί πραγματοποιείται κυρίως η συγγραφή του…
Πώς ξεκινά η κύηση αυτή εντός του μυαλού σας;
Είμαι βιωματικός συγγραφέας – ιστορίες της μνήμης, λοιπόν, βρίσκονται στον πυρήνα των διηγημάτων μου: ο κόσμος της προσωπικής μου μνήμης διαμόρφωσε την προσωπική μου μυθολογία. Καταστάσεις που με έχουν συγκλονίσει, τόποι που με έχουν καταγράψει, πρόσωπα που χάθηκαν, πρόσωπα από τον κάτω κόσμο, εικόνες από την τρέχουσα ζωή, διάλογοι ανθρώπων απελπισμένων, βλέμματα ζώων που οδεύουν επί σφαγήν – όλα αυτά (και άλλα πολλά) στριμώχνονται μέσα μου. Παραμένουν.
Περιμένουν κάποιο ερέθισμα, για να αρχίσουν να αναδύονται επί σκηνής. Τα επί μέρους στοιχεία θα ανακατευθούν, τα (πραγματικά) ονόματα θα μπερδευτούν, οι (πραγματικοί) διάλογοι θα ανακληθούν, τα πρόσωπα θα φορέσουν την φενάκη τους: η περιπέτεια της γραφής αρχίζει…

Το σύνολο του έργου σας είναι αφιερωμένο στη γυναίκα σας Νιόβη επίσης γιατρό, ποιήτρια και ερασιτέχνη ζωγράφο. Τί είναι για σας η Νιόβη;
Η Νιόβη με εξημέρωσε…
Μεγαλωμένη στην πολυπολιτιστική Θεσσαλονίκη, γιατρός η ίδια και με άλλα δύο αδέλφια  της πτυχιούχους του Πανεπιστημίου, είχε πολύ πιο ρηξικέλευθες αντιλήψεις από έναν αστό μιας συντηρητικής πολιτείας του Μοριά, και μάλιστα μόνιμον στρατιωτικό γιατρό. Στον κύκλο της κυκλοφορούσαν συγγραφείς, ποιητές, ζωγράφοι… Ανεπαισθήτως, και χάρις στο ζωντανό της παράδειγμα, απέβαλα και εγώ μερικά δεσποτικά και μιλιταριστικά μου κατάλοιπα.
Η Νιόβη ενδιαφέρεται για κάθε ασθενή, λατρεύει τα ζώα, περιφρονεί κοσμικότητες και κοινωνικές συμβάσεις, αδιαφορεί για την απόκτηση υλικών αγαθών, παραμένει πιστή στη διδαχή του Μάρκου Αυρήλιου: «Μή ὡς μύρια μέλλων ἔτη ζῆν», πράγμα που μας επέτρεψε  να ζήσουμε την προσωπική μας ζωή – διαβάζοντας (η ίδια είναι φανατική αναγνώστρια), γράφοντας, ζωγραφίζοντας, συζητώντας και διασκεδάζοντας με φίλους, κάνοντας ερατεινές εκδρομές κ.λπ.
Παρέμεινε (και παραμένει) επιμόνως αφανής, αποτελεί τον πρώτον έγκυρο εκτιμητή των γραπτών μου, ενώ τα ποιήματά της (που κρατούσε αποκλειστικά για τον εαυτόν της) κυκλοφόρησαν, εκτός εμπορίου, περίπου εν αγνοία της, προκαλώντας θετικότατα σχόλια.
Το ελάχιστο που μπορούσα να πράξω, είναι να της αφιερώσω το σύνολο του έργου μου.

Τί σας τράβηξε στην Πάρο και τί σας κράτησε εδώ;
Τριγυρνούσαμε, τότε, με την Νιόβη, στις καλοκαιρινές μας άδειες, στα νησιά του Αιγαίου και – κυρίως – στις Κυκλάδες. Το καλοκαίρι του ’74 υπό μυθιστορηματικές συνθήκες βρεθήκαμε στην Πάρο, για λίγο. Μας συνάρπασε η ομορφιά του νησιού, η θάλασσα, η ηρεμία, η γαλήνη.
Ξαναγυρίσαμε δύο –τρεις φορές, και ένας φίλος ζωγράφος μας βοήθησε να βρούμε ένα κριθαροχώραφο που πουλιόταν, όπου σιγά-σιγά, κτίσαμε το σπίτι μας και φυτέψαμε το χτήμα.
Ανακατευθήκαμε με την ζωή του νησιού, δημιουργήσαμε φιλίες, θεωρούμε πια τον τόπο δικό μας. Οι χειμώνες περνάνε στην Αθήνα πολύ πιο εύκολα, με την προσδοκία της Πάρου.

Στον Πύργο, όπου γεννηθήκατε, ζήσατε ένα μικρό μέρος της ζωής σας, όμως ο Πύργος έρχεται κι επανέρχεται στα κείμενά σας ενώ στο χτήμα σας στην Πάρο φυτέψατε δέντρα από τη γενέθλια γη. Τί είναι τελικά ο τόπος καταγωγής ενός ανθρώπου;
Ο Πύργος είναι σήμερα μια μπατιρημένη πολιτεία – πλην, όταν στα τέλη του 19ου αιώνος το κυρίαρχο αγροτικό προϊόν της περιοχής, η μαύρη σταφίδα, μεταβλήθηκε εν μια νυκτί σε μαύρο χρυσό (λόγω καταστροφής από την φυλλοξήρα των αμπελώνων Ιταλίας και Γαλλίας), γνώρισε μια πρωτοφανή οικονομική άνθηση, άνιση και άδικη για τον παραγωγό.
Η εκμετάλλευση των αγροτών υπήρξε άγρια, τα πρώτα αναρχικά κινήματα δεν άργησαν να φανούν – και το τελικό ξεκαθάρισμα των λογαριασμών έγινε με την ευκαιρία του πρόσφατου Εμφυλίου…
Γεννήθηκα και έζησα στον Πύργο (στον Πύργο της παρακμής, πλέον) μέχρι και τα δεκαοκτώ μου χρόνια – διάστημα που, κάθε άλλο, παρά μικρό μπορεί να θεωρηθεί.
Έζησα, δυστυχώς, και λόγω της θέσεως  του χτήματός μας, πολλά από τα αποτρόπαια γεγονότα της Κατοχής και του Εμφυλίου: θανάτους, σφαγές, εκτελέσεις, εμπρησμούς, ξεσπιτώματα, καταστροφές. Έζησα και την καταστροφή του χτήματος από τα ιταλικά στρατεύματα Κατοχής, φροντίδι τοπικού δωσίλογου και, μετέπειτα, εθνικού ευεργέτη – «ένας παλιάνθρωπος, ένας λεμβούχος», όπως τον αποκαλούσε η καημένη η μάνα μου, που της επίταξε  ακολούθως και το πατρικό της…

Στα κείμενά σας ασχολείστε με ανθρώπους και ζώα ταπεινά, σεμνά και συχνά ταλαιπωρημένα. Η ματιά σας πέφτει με ένα νηφάλιο αλλά και ελαφρώς ειρωνικό τρόπο στις κοινωνικές συμβάσεις και στη στρεβλή σχέση του ανθρώπου με το περιβάλλον του.
Ποιο πιστεύετε είναι το μέλλον αυτής της κοινωνίας;
Οι συγγραφείς γράφουν για το παρόν. Οι καταστάσεις και οι συνθήκες που επικρατούν στον πλανήτη, δημιουργούν εύλογα ερωτηματικά και ανησυχία. Η εκτός ελέγχου κυριαρχία της τεχνολογίας, κι ενώ η τεχνητή νοημοσύνη παραμονεύει στην γωνία, ουδείς γνωρίζει πού θα οδηγήσουν τελικά.
Τα αρνητικά, όμως, στοιχεία είναι πολλά και χειροπιαστά, όπως:
Η αναγνωρισμένη, πλέον, εισβολή της κλιματικής αλλαγής, οι πόλεμοι σε τοπική κλίμακα που μαίνονται παντού, η ιστορική διάσταση που παίρνει το φαινόμενο  της μετανάστευσης και της προσφυγιάς, το γεγονός ότι στον Αμαζόνιο καίγεται κάθε δευτερόλεπτο έκταση ίση με ένα ποδοσφαιρικό γήπεδο, το ένα δισεκατομμύριο ζώα που έχουν μέχρι στιγμής απανθρακωθεί στις φετινές πυρκαγιές της Αυστραλίας, η είδηση ότι μία, μόνον,  από τις μεγάλες δυνάμεις της (καλουμένης) ευρωπαϊκής ενώσεως ενεθυλάκωσε  κατά το 2019 εννέα δισεκατομμύρια δολλάρια από εξαγωγές όπλων,  οι 500 οικογένειες που λυμαίνονται το 80% του παγκόσμιου πλούτου…
«Εἴμεθα ὃλοι ἐντός τοῦ μέλλοντός μας» έγραψε ο Ανδρέας Εμπειρίκος.

Τα ενδιαφέροντά σας σάς έφεραν σε επαφή με κάποιους από τους σημαντικότερους σύγχρονους Έλληνες λογοτέχνες και ειδικότερα ποιητές. Τί αποκομίσατε από τις συναναστροφές αυτές;
Γνώρισα πολλούς στον χώρο του βιβλίου (συγγραφείς, ποιητές, εκδότες, κριτικούς, μεταφραστές, τυπογράφους, βιβλιοδέτες), και όχι μόνον τους σημαντικούς, αλλά και αφανείς, περιθωριακούς και αποσυνάγωγους: ο καθείς αποτελεί έναν ιδιαίτερο, τελείως προσωπικόν κόσμο.
Πέρα από την απόλαυση της καθημερινής κουβέντας, διδάχτηκα  πολλά, από όλους. Έμαθα να συνειδητοποιώ τα όρια μου, έμαθα (κυρίως) να αμφιβάλλω.

Σας γνωρίσαμε ως συγγραφέα, συστηθείτε μας και ως αναγνώστης. Διαβάζετε και τί;
Είναι προφανές ότι τα βιβλία αποτελούν τον κόσμο μας. Βιβλία  που στέλνουν άλλοι συγγραφείς, ποιητές, εκδότες – βιβλία που επισημαίνουν οι κριτικοί, βιβλία που εξ ενστίκτου επιλέγω, ενίοτε χειρόγραφα φίλων.
Τελευταία, έχω περιορισθεί στην λογοτεχνία (κυρίως), και (ιδιαιτέρως) στο διήγημα – βιβλία χοντρά, ογκώδη (τα γνωστά στην πιάτσα και ως «τούβλα») δεν με ενδιαφέρουν.
Με ανακούφιση επιστρέφω, κάθε τόσο, σε παληά διαβάσματα – και ιδιαιτέρως σε έλληνες συγγραφείς της γενιάς του 1880. Παρακολουθώ, επίσης, μερικά από τα τελευταία, σε έντυπη  μορφή, περιοδικά και αγοράζω, κάθε ημέρα, δύο τουλάχιστον  εφημερίδες.