Ανασκαφή Μυκηναϊκού νεκροταφείου στο Καμινάκι, Χώρα Νάξου.
Ανασκαφή στο Τσικαλαριό στη Νάξο.
Αρχαιολογικό συμπόσιο! Τσικαλαριό Νάξος.
Φωτεινή Ζαφειροπούλου
Συνέντευξη: Αυγή Καλογιάννη | Φωτογραφίες: Νίκος Ζάππας
H συνάντηση με την αρχαιολόγο Φωτεινή Ζαφειροπούλου έγινε στην έδρα του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου, ένα όμορφο νεοκλασικό κτίριο του Τσίλερ στο κέντρο της Αθήνας. Λίγα μέτρα πιο κει βρισκόταν παλιά η ελληνογαλλική σχολή Saint Joseph, στην οποία και φοίτησε. Η γνώση της γαλλικής γλώσσας όπως και της αγγλικής της εξασφάλισαν την πρώτη της δουλειά ως καθηγήτριας ξένων γλωσσών αλλά και ως ξεναγού με αριθμό αδείας πέντε (!) κατά τα φοιτητικά της χρόνια.
Η κουβέντα ξέφυγε πολλές φορές από τα πλαίσια των ερωτήσεων που είχα ετοιμάσει και όλες οι ιστορίες που μου διηγήθηκε «έτσι για να μπείτε στο κλίμα», όπως μου είπε, αποκάλυψαν μια ζωή γεμάτη δυσκολίες και περιπέτειες, ευθύνες και κινδύνους, κούραση αλλά και μεγάλες χαρές, μια ζωή σαν παραμύθι. Η ζωή της, που εδώ και πάνω από μισόν αιώνα είναι αφιερωμένη στην αρχαιολογία και μάλιστα στην αρχαιολογική έρευνα των Κυκλάδων υπήρξε πράγματι συναρπαστική.
Γόνος μικρασιατικής οικογένειας, γεννήθηκε και σπούδασε στην Αθήνα και αποφοίτησε από τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1959, όπως διαβάζω στο εισαγωγικό κείμενο για την εκδήλωση που οργάνωσε προς τιμήν της ο εκδοτικός οίκος ΜΕΛΙΣΣΑ. Το 1960 διορίστηκε στην Αρχαιολογική Υπηρεσία όπου υπηρέτησε για 35 συναπτά έτη, 25 από τα οποία στην Εφορεία Αρχαιοτήτων Κυκλάδων και Σάμου που περιλαμβάνει 35 νησιά, όπως με πληροφόρησε η ίδια στη συνάντησή μας. Στη συνέχεια διαβάζω για τις πολλές διεθνείς διακρίσεις και το πλούσιο αρχαιολογικό της έργο.
Από τους τίτλους των εισηγήσεων των έγκριτων συναδέλφων της που μίλησαν για αυτή, στέκομαι σε εκείνον του Χρίστου Ντούμα, «Ο που φελά, παντού φελά» δηλαδή αυτός που ωφελεί, παντού ωφελεί. Και τη σκέφτομαι πραγματικά να φελά παντού. Παντού, ακόμα και σ ’αυτό που απεχθανόταν, τη γραφειοκρατία. Ορίστε τι μας λέει η ίδια, στο βιβλίο της «Δια Σύρον, Πάρον, Νάξον, Ίον, Οίαν-Θήραν», όπου αφηγείται με πολύ χιούμορ στιγμιότυπα από τη ζωή της ως αρχαιολόγου στις Κυκλάδες, «…ήταν κάτι που δεν μπορούσε να το φανταστεί ο νους ενός νέου ανθρώπου που ξεκινά με όνειρα ότι θα κάνει μια ζωή γεμάτη ένταση και απρόοπτα στην οποία το είδος της επιστήμης που διάλεξε θα δώσει ιδιαίτερο νόημα και ατέλειωτες χαρές…ήταν μια τρομακτική δουλειά γραφείου, χρονοβόρα αφού ο αρχαιολόγος υπάλληλος του Δημοσίου ασκεί διοίκηση που σημαίνει ότι ασχολείται από τη μισθοδοσία και τις άδειες του προσωπικού ως την ανεύρεση πιστώσεων για τις επισκευές των μουσειακών κτιρίων, τον ευπρεπισμό και τη συντήρηση των αρχαιολογικών χώρων». Μετά όμως έρχεται η ανασκαφή με την ομαδικότητα και τον ανθρώπινο παράγοντα, «κάναμε λοιπόν ανασκαφή με κοτσάκια (στιχάκια) που σκαρφίζονταν οι εργάτες και ήταν πάντα έξυπνα, με χιούμορ αποδίδοντας την κατάσταση με οξυδέρκεια και ακρίβεια. Τί γοητεία αλήθεια! Για κάτι τέτοιες στιγμές άξιζε η σύνταξη δεκάδων καταστάσεων μισθοδοσίας ή ό,τι άλλο απαιτούσε η γραφειοκρατία».
Kαι καταλήγει «Aν σε αυτά τα καθήκοντα προσθέσεις και τις γνώσεις σχεδίου και φωτογραφίας καθώς και της σχετικής νομοθεσίας για να τα βγάλει πέρα στις αλλεπάλληλες μηνύσεις σε ή από ιδιώτες, ο υπάλληλος αρχαιολόγος πρέπει να έχει μια γερή δόση τρέλας και μεγάλο μεράκι για να τα φέρνει βόλτα και να έχει και προσωπική ζωή».
Και σίγουρα έπρεπε να έχει μεγάλο μεράκι κανείς εκείνη την εποχή για να είναι αρχαιολόγος στις Κυκλάδες. Τότε ήθελες δύο μέρες με ούριο άνεμο για να πας από Μύκονο-Πάρο με διανυκτέρευση στη Σύρο και τέσσερις-πέντε με κόντρα τον άνεμο και τα σχετικά απαγορευτικά απόπλου. Μέρες στα καράβια με τη γραφομηχανή παρέα, για να δουλεύουν και κατά τη διάρκεια των ταξιδιών με τον Νίκο Ζαφειρόπουλο που έτρεχε από νησί σε νησί και οργάνωνε, μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια, τα αρχαιολογικά μουσεία των Κυκλάδων. Ως τη δεκαετία του ‘50 υπήρχαν τρία μουσεία στις Κυκλάδες: Θήρας, Μυκόνου και Δήλου, όλα των αρχών του αιώνα, και ένα στο Βαθύ Σάμου. Τα ευρήματα τότε από τα νησιά πήγαιναν ορισμένα στην Αθήνα, στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, ενώ τα περισσότερα στοιβάζονταν επί τόπου σε αποθήκες ή κάποιους χώρους που είχαν παραχωρηθεί για το σκοπό αυτό. Από το ’60 και μετά, χάρις στις άοκνες προσπάθειες του “κύριου Έφορα”, όπως τον φώναζαν στα νησιά, και της ίδιας, οι Κυκλάδες απέκτησαν τα μουσεία τους. Στο Μουσείο της Μυκόνου, που ήταν και η έδρα της Εφορείας λόγω της Δήλου και όπου συνήθως βρισκόντουσαν, δούλευαν το χειμώνα σε πολικές θερμοκρασίες με τη θάλασσα όταν αγρίευε, να φτάνει τότε ως τα σκαλοπάτια.
Ταξιδεύοντας και σκάβοντας με μελτέμια το καλοκαίρι, νοτιάδες το χειμώνα, μένοντας σε ξενοδοχεία χωρίς ρεύμα και χωρίς θέρμανση ή καμιά φορά φιλοξενούμενη σε σπίτια φυλάκων ή εργατών, η Φωτεινή Ζαφειροπούλου έζησε την ηρωική εποχή της αρχαιολογίας και όργωσε κυριολεκτικά το Αιγαίο. Πάλεψε με τα κύματα, έσκαψε με ένα μπουκάλι κονιάκ παρέα για να αντέξει το κρύο, ο ήλιος της έκαψε τα αυτιά και ξαγρύπνησε στην Κέρο με ένα ειδώλιο κι ένα μαχαίρι κάτω από το μαξιλάρι, περιμένοντας να ξημερώσει για να το μεταφέρει σε ασφαλές μέρος! Συχνά, όταν η ανασκαφή γινόταν σε νησιά ακατοίκητα, οι αρχαιολόγοι έμεναν σε σκηνές κι έτρωγαν κονσέρβες ή… αστακούς, που τους πουλούσαν πάμφθηνα οι ψαράδες, νιώθοντας τότε πλουσιότεροι κι από τον Ωνάση! Η ανασκαφή σε ξερονήσια είχε κι άλλα πλεονεκτήματα, «ενώ ήταν χούντα, εμείς είχαμε το προνόμιο να τραγουδάμε ελεύθερα, πολλές φορές μάλιστα ουρλιάζοντας από τον ενθουσιασμό μας, γιατί μπορούσαμε να πούμε όλα τα απαγορευμένα τραγούδια, κυρίως Θεοδωράκη, που αν σ’ έπιαναν στο δρόμο κατοικημένης περιοχής έστω και να το σιγοτραγουδάς ή ακόμα και να το σφυρίζεις πήγαινες ‘αυθωρεί και παραχρήμα’ που λένε, στο φρέσκο. Στο Βαθύ Λιμενάρι (στο Κουφονήσι) σ’ άκουγαν μόνο τ’ αστέρια και το κύμα».
Για τα χρόνια της χούντας και τον αρχαιολόγο Σπύρο Μαρινάτο θα πει κατά τη διάρκεια της συζήτησής μας. «Στη χούντα έγινε μεγάλη καταστροφή στην Αρχαιολογική Υπηρεσία από τον Μαρινάτο. Μπορεί να ήταν μεγάλος αρχαιολόγος αλλά έκανε και μεγάλο κακό. Κατ’ αρχήν δεν χώνευε τους αρχαιολόγους, τους οποίους χαρακτήριζε “κομμουνιστάς”, μας υποχρέωνε να μιλάμε στην καθαρεύουσα ενώ απαγόρευσε στις γυναίκες να δίνουν εξετάσεις στην Αρχαιολογική Υπηρεσία. Διέλυσε την Εφορεία Κυκλάδων, από τους τέσσερις αρχαιολόγους που ήμασταν δεν έμεινε κανείς. Μας έστειλε στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα και υποχρέωσε ουσιαστικά τον Ζαφειρόπουλο να παραιτηθεί».
Στην Πάρο πρωτοήρθε το 1959 ως νεαρή αρχαιολόγος (με ημερομίσθιο 50 δραχμές!) με τον Νίκο Ζαφειρόπουλο, μετέπειτα σύζυγό της, νέο έφορο Κυκλάδων τότε, και αφού έμεινε λίγες μέρες στην Παροικιά, έφυγαν για το Δεσποτικό, δύο “αρχαιολογίνες”, δύο ναξιώτες εργάτες, ο έφορος και ο τότε φύλακας αρχαιοτήτων Πάρου, Μιχάλης Γενναδόπουλος. Στο Δεσποτικό, έμειναν σε σκηνές αρκετές μέρες, μέχρι που τους πήρε και τους σήκωσε –κυριολεκτικά- αυτούς και τις σκηνές, ένα τρομερό μπουρίνι. Όλα αυτά συνέβαιναν «τον καιρό που από την Αντίπαρο ερχότανε με κουπιά να μας πάρουνε και αργότερα με τη μηχανή. Για να έρθουν όμως έπρεπε να ανοίξουμε την πόρτα στο μικρό ξωκλήσι της Υπαπαντής (στην Πούντα)· αυτό ήταν το σινιάλο ότι κάποιος ήθελε να περάσει απέναντι». Επιστρέφοντας στην Πάρο, θα κάνουν περιοδείες στα ανατολικά και θα φιλοξενηθούν σε κάποιο αρχοντόσπιτο στη Μάρπησσα, τότε Τσιπίδο, για μερικές μέρες. Ο σκοπός ήταν η πάταξη της αρχαιοκαπηλίας στην Πάρο, που ανθούσε τότε, αν και δεν έφτασε ποτέ τις δόξες της Νάξου. Από τις μέρες εκείνες θυμάται «το περπάτημα στον λόφο πάνω από το Τσιπίδο, στον Κέφαλο με τις απότομες πλαγιές, στον οποίο τα χωράφια τότε ήταν γεμάτα με κομμάτια από μαρμάρινα αγγεία, από κεραμική, όλα προϊστορικών χρόνων (3η περίπου χιλιετία π.Χ.). Φανταζόμαστε εμείς ενθουσιώδεις, ότι μόλις γίνουν οι σχετικές αναφορές στο Υπουργείο θα έδιναν πιστώσεις για τις έρευνες στην περιοχή. Κι εγώ έκανα όνειρα πως … μόλις διοριστώ στις Κυκλάδες, στο λόφο του Τσιπίδου θα είναι η πρώτη μου κυκλαδίτικη ανασκαφή. Με τον καιρό έμαθα ότι τα περισσότερα όνειρα των νέων μένουν όνειρα».
Στην Πάρο ξαναήρθε από τότε πολλές φορές και συμμετείχε σε πολλές ανασκαφές, στο Δήλιο, στο Πύθιο –πάνω από το Ασκληπιείο- και σε πολλές σωστικές ανασκαφές στην Παροικιά. Η ανασκαφή που διεξήγαγε όμως στο Αρχαίο Νεκροταφείο, είναι αυτή που την κράτησε στην Πάρο και αποδείχθηκε από τις πιο σημαντικές όχι απλά στην Πάρο ή τις Κυκλάδες αλλά σε όλη την Ελλάδα. Το νεκροταφείο αυτό χρονολογείται από τον 8ο αι. π.Χ. ως τον 3ο/4ο αι μ.Χ. και βρίσκεται βόρεια της Παροικιάς σε επίπεδο χαμηλότερο της σημερινής πόλης και της θάλασσας. Ο χώρος είναι περιφραγμένος, συχνά πλημμυρισμένος και δίπλα βρίσκεται μια μικρή γυάλινη κατασκευή όπου βρίσκονται κάποια από τα ευρήματα, κυρίως σκελετοί αλλά και τεφροδόχες κάλπες. Στο νεκροταφείο βρέθηκε πολυάνδριο γεωμετρικής εποχής με αμφορείς που περιείχαν καμένα οστά 150 νέων ανδρών ηλικίας 16/17 ως 30 ετών που είχαν σκοτωθεί σε πολεμική σύγκρουση. Στάχτες, σπασμένα αγγεία και ίχνη από θυσίες δείχνουν λατρεία προς τους προγόνους πεσόντες. Πρόκειται για εύρημα μοναδικό ως σήμερα καθώς το επόμενο πολυάνδριο που γνωρίζουμε είναι αυτό για τους πεσόντες στη μάχη του Μαραθώνα το 490 π.Χ. Ανάμεσα στα ευρήματα της ανασκαφής αυτής είναι το ανάγλυφο με τη γυναικεία καθιστή μορφή του 700π.Χ. που θεωρείται η αρχαιότερη επιτύμβια στήλη των ιστορικών χρόνων και βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Πάρου. Εκεί μπορεί να θαυμάσει κανείς και δύο γεωμετρικούς αμφορείς με σκηνές από πολεμικές συγκρούσεις που σύμφωνα με τον ειδικό της γεωμετρικής αγγειογραφίας καθηγητή Ν.Coldstream, αλλάζουν τις γνώσεις μας για τις αρχές της αρχαιοελληνικής ζωγραφικής. Η όλη οργάνωση του νεκροταφείου αλλά και οι παραστάσεις των αμφορέων αυτών αποκαλύπτουν μια οργανωμένη κοινωνία από τις πρωιμότερες στην Ελλάδα. Δικαιολογημένα λοιπόν όταν τη ρωτάω ποιο είναι το όνειρό της για την Πάρο, μου απαντά ότι θέλει να δει το αρχαίο νεκροταφείο οργανωμένο αρχαιολογικό χώρο, σαν το τοπικό μουσείο μπροστά στη Μητρόπολη, στη Χώρα της Νάξου.
Μιλήσαμε για πολλά ακόμα, ανάμεσα στ’ άλλα και για τις εκθέσεις που γίνονται στο εξωτερικό για τον ελληνικό πολιτισμό και που είναι πολύ της μόδας. “Καλές οι εκθέσεις που γίνονται στο εξωτερικό αλλά οργανώνονται με λάθος τρόπο. Κάποια έργα που είναι μοναδικά, θα έπρεπε να απαγορευτεί να ταξιδεύουν. Τον Ερμή του Πραξιτέλη, ας έρθουν στην Ολυμπία για να τον δουν”.
Κλείνοντας την κουβέντα με τη Φωτεινή Ζαφειροπούλου τη ρώτησα για τις τωρινές της ασχολίες και όνειρα. Μου μίλησε με νεανικό ενθουσιασμό για την Ένωση Αρχαιολόγων Ελλάδας «Ηώς», στην οποία είναι πρόεδρος, και αριθμεί 95 μέλη- αρχαιολόγους από την Αρχαιολογική Υπηρεσία, τα Πανεπιστήμια αλλά και ανεξάρτητους επιστήμονες-ερευνητές και έχει ως στόχο την προώθηση και προβολή της αρχαιολογικής επιστήμης και της κλασικής παιδείας στη χώρα μας τους δύσκολους αυτούς καιρούς. Ο ρόλος του αρχαιολόγου στη σύγχρονη εποχή είναι σημαντικός γιατί η βάση ενός τόπου είναι το παρελθόν του. Κι όπως είχε πει ο Νίκος Ζαφειρόπουλος, « …ο αρχαιολόγος καλείται να δώσει στο κοινό την αίσθηση ότι το αρχαίο δεν είναι μια “πέτρα” ή ένα “τσουκάλι” αλλά ένα ζωντανό κομμάτι από το δικό του παρελθόν, στο οποίο βασίζεται το παρόν το οποίο ζει».
Καλοκαίρι 2016