Δρομάκι στο χωριό των Λευκών.
Άποψη των Λευκών.
Τα σοκάκια γύρω απο το Κάστρο της Παροικιάς ασπρισμένα από τους κατοίκους.
Πίσω Λιβάδι, άποψη της παραλίας και του γραφικού οικισμού.
Το λιμανάκι της Νάουσσας, στο βάθος διακρίνεται το ενετικό κάστρο.
Ένα βήμα πιο κοντά στο γαλάζιο
Mε Αεροπλάνα και Βαπόρια
Κείμενο: Δανάη Tal
Προς Πάρο: έγραφε η πινακίδα στο σταθμό Ομόνοιας. Κούνησα το κεφάλι μου δεξιά – αριστερά, σαν καρτούν. Διάβασα καλύτερα. “Προς Πειραιά”. Είπα και εγώ! Με τρένο στην Πάρο!!! Με τρένο ακόμα ίσως όχι, αλλά το νησί με αεροπλάνα και βαπόρια το φτάνουμε!
Και είναι και κοντά! Και τι βαπόρια! Εμένα προσωπικά με ταξίδεψαν πολύ αναπαυτικά. Πριν ακόμα πάω στο νησί είχα κλείσει αυτοκινητάκι τηλεφωνικά. Με εξυπηρέτησε η γλυκειά Μαριέτα με τον καλύτερο τρόπο! Πριν ακόμα φτάσω, το νησί και οι άνθρωποί του μου είχαν φτιάξει την διάθεση. Όλα είναι απλά και εύκολα εδώ! Μήπως τα παραλέω; Μπα, για να το έχει διαλέξει ο άνθρωπος από την εποχή του Χαλκού για να το κατοικεί μάλλον έχω δίκιο.
Το πλοίο έδεσε αργά το βράδυ. Με προϋπάντησε ωραιότατα η Παροικιά με το μύλο της, το Kάστρο της το περικυκλωμένο από σπίτια – σπιτάκια, (οι Ενετοί Δούκες το έκαναν αυτό το 1260). Όταν διάβαζα για την Παροικιά είχα την εντύπωση ότι πρόκειται για ένα ανοιχτό μουσείο αλλά τώρα που βρίσκομαι μέσα στην “πόλη”, ο κόσμος, η βουή του, τα ανοιχτά μαγαζιά κάθε είδους, οι εμπορικές βιτρίνες, μου έδωσαν να καταλάβω ότι πρόκειται για μία πόλη ζωντανό μουσείο. Εδώ όλα μπερδεύονται γλυκά και τα σοκάκια τα ασπρισμένα από τους ντόπιους ξυπνάνε μέσα μου το κοριτσάκι που θέλει να παίξει κουτσό…
Το αυτοκινητάκι που λέγαμε με περίμενε σαν πιστό σκυλί. Πήρα το δρόμο για το σπίτι των φίλων που με είχαν καλέσει. Είχα οδηγίες σωστές και τύχη βουνό. Είχα και χρόνο άπλετο και είπα να κάνω μία στάση στη Νάουσα. Μέσα στο σκοτάδι οδήγησα στον άνετο γενικά δρόμο της Πάρου και δυστυχώς ο εμπειρικός κανόνας επαναλαμβάνεται και σε αυτό το νησί. Προσοχή στους ντόπιους οδηγούς και τις προσπεράσεις τους. Και εδώ οι ντόπιοι τρέχουν.
Το σπίτι που με φιλοξενεί είναι στον Προφήτη Ηλία. Με κοίμισε γλυκά το αεράκι και η επόμενη ημέρα ήταν αυτό που λέμε χαρά Θεού. Άραγε οι ξένοι που έρχονται στο νησί ξέρουν ότι τα εκκλησάκια του Προφήτη Ηλία χτίζονται παραδοσιακά σε λόφους; Πίνω τον καφέ μου και κοιτάζω αχόρταγα τη θέα.
Από τη μια μεριά ο κόλπος του Μώλου βρέχει με θάλασσα το βλέμμα μου, ενώ ο λόφος του Αντικέφαλου φαντάζει από ψηλά σαν μια πουντίτσα γης που τον χωρίζει από τον κόλπο των Τσουκαλιών. “Καλά τι ασχολείσαι με τον Αντικέφαλο;” με ξεκολλάει η οικοδέσποινα “κοτζάμ Κέφαλο δεν τον βλέπεις;” Οι Ενετοί είχαν σηκώσει εκεί κάστρο μεγάλο και σήμερα, όπως ανεβαίνεις στο λόφο, βλέπεις από μακριά πέτρες μεγάλες, θαρρείς πώς είναι βράχια αλλά είναι τα απομεινάρια του κάστρου. Εκεί και το Μοναστήρι του Αγ. Αντωνίου. Παρεμπιπτόντως οι Ενετοί ήξεραν τι έκαναν. Από εκεί ψηλά βλέπεις όλο το Νότιο Αιγαίο. Καρυδότσουφλο να έσκαγε μύτη, το έβλεπαν οι Ενετοί.
Πού να πρωτοπάω; Οι Ενετοί είχαν κατατροπώσει όλα τα καρυδότσουφλα και η φαντασία μου έδωσε χώρο στην οργανωτικότητα. Η πρώτη διαδρομή είναι πάντα δύσκολη επιλογή! Νότια προς την Αγκαιριά, να περάσω και από την Αλυκή ή βόρεια προς τη Νάουσα; Να κινηθώ παραθάλασσια ή να μπώ στην ενδοχώρα να θαυμάσω την “εναλλαγή του παριανού τοπίου;”. Η οικοδέσποινα με έβγαλε από τη δύσκολη θέση. “Ο,τι σου πει ο καιρός θα κάνεις… ”. Και αυτό έκανα.
Πώς να αφήσω την παραθαλάσσια διαδρομή με τέτοια μπουνάτσα; Κατευθύνομαι στο Πίσω Λιβάδι σαν υπνωτισμένη, το γραφικό λιμάνι με προϋπαντεί και ο Άγιος Νικόλαος στα ανατολικά μου υπενθυμίζει ότι από αυτό το θαλασσοχώρι κάποτε ξεκινούσαν ναυτικοί για ταξίδια μακρινά. Η παραλία του Λογαρά είναι η αρχή. Ακολουθεί η Πούντα, πασίγνωστη, κοσμική, με κάποια αρμυρίκια να θυμίζουν πώς ήταν το τοπίο της πριν από την “άλωση” και από εκεί και πέρα… τον χάνω τον λογαριασμό με τις παραλίες. Ευτυχώς η Χρυσή Ακτή, παλιά και νέα με βγάζει ασπροπρόσωπη. Είναι δυνατόν να ξεχάσει κανείς τέτοια παραλία;
Πήρα φόρα αλλά ο Δρυός δεν μου αφήνει κανένα περιθώριο! Το χωριό με τα νερά και την αδιαπέραστη δροσιά, φροντισμένο, καθαρό, σωστή όαση. Αν οι Κυκλάδες ήταν η Σαχάρα, ο Δρυός θα ήταν η όασή τους. Νύχτες με πανσέληνο στο μπαράκι του Αποστόλη στην παραλία του Δρυού και όλα είναι δυνατά. Ακριβώς όπως και σε μία όαση άλλωστε! Ήμουν τυχερή γιατί έτσι τελείωσε η πρώτη μου μέρα. Δυστυχώς δεν είχα και πολλές.
Έχω μια μικρή αδυναμία σε αυτό το νησί. Είναι το χωριό Λεύκες. Ξέρω ότι κάθε χωριό στην Πάρο είναι διαφορετικό, ο Πρόδρομος, η Μάρπησσα, αλλά για λόγους αδιευκρίνιστους οι Λεύκες μου έχουν πάρει την καρδιά. Πήγα λοιπόν να τις επισκεφτώ μόνη μου. Στη διαδρομή άφησα το παράθυρο ανοικτό να μπεί στο αυτοκίνητο η μυρωδιά του θυμαριού και οδηγούσα απαλά στον ανηφορικό δρόμο περνώντας ανάμεσα στις ελιές. Μετά στο ύψωμα Λαγκαδίτη, μη μπορώντας να πάρω το βλέμμα από τους μισοερειπωμένους ανεμόμυλους, θυμήθηκα ότι υπάρχει και ένας ανεμόμυλος που στέκεται ακόμα όρθιος και φαντάστηκα ένα Δον Κιχώτη, Παριανό, να με περιμένει στην είσοδο του χωριού.
Βιαζόμουν να αφήσω το αυτοκίνητο και να μπω στο χωριό. Να γίνω ένα με αυτό το καλοστημένο σκηνικό που έβλεπα από μακριά με τα λευκά σπίτια, τα δέντρα και την πλούσια βλάστηση. Άφησα το σχολείο και το παλιό Ξενία, που τώρα είναι το Σπίτι της Λογοτεχνίας.
Το χωριό ήταν ήσυχο και φωτεινό. Πέρασα μέσα από τα δρομάκια που πολύ γρήγορα με έβγαλαν στην Πλατεία… Καφενείου! Με τα καφενεία κλειστά, ήταν το παραδοσιακό κουρείο με την παλιά καρέκλα, τα εργαλεία στη σειρά που ανέλαβε να με ταξίδεψει πίσω στο χρόνο όταν στο χωριό ζούσαν 2.500 χωριανοί.
Καλημέρισα μία κυρία που έσερνε το καρότσι της, βγαλμένη λες από εκείνη την εποχή, σαν να την είχε στείλει ο καιρός να μου πει την ιστορία. Μου έδειξε μια πινακίδα “Ο φούρνος του κυρ -Αντώνη 1929-1969”. 40 χρόνια φούρναρης; τη ρώτησα αστειευόμενη. “Ο κύρ Αντώνης ήταν καλός φούρναρης, το πατρικό μου ήταν ακριβώς απέναντι.” Την κοίταξα με περισσότερη προσοχή. Το πρόσωπό της είχε κάτι από το χρώμα των φρεσκοψημένων ψωμιών και τα λόγια της χώνονταν στο μυαλό μου όπως η γροθιά στο ζυμάρι. Μου μίλησε για το ποτάμι που περνούσε παλιά, πώς έπαιζε με τα άλλα παιδιά ανάμεσα στις πορτοκαλιές και τις λεμονιές και πώς οι γυναίκες “τα λέγανε”, όταν πλένανε τα ρούχα στις γούρνες όλες μαζί παρεΐτσα. Κι έτσι όπως τα λέγαμε, βρέθηκα πάλι στο ίδιο σημείο που ξεκίνησα και η μυρωδιά της φρεσκοψημένης πίτας μου θύμισε την πείνα μου.
Η μυρωδιά με οδήγησε στο μαγαζί της Χρυσούλας, “Το καφενείο της Συντροφιάς”. Πρασοχορτοτυρόπιτα από τα χεράκια της Χρυσούλας, εγγονής του Αντώνη του Κρητικού του φούρναρη του χωριού. Αυτό θα πει ευτυχής σύμπτωση. Στο Καφενείο της Συντροφιάς γεύτηκα όλη την ιστορία του χωριού, το φαγητό φτιαγμένο με αγάπη από τη Χρυσούλα στην κουζίνα και τη Βούλα στην εξυπηρέτηση, ωραία σούμα, η θέα άπλετη, οι ανεμόμυλοι φάτσα, το χωριό στα πόδια μου, η Κανέλα να πηγαινοέρχεται και το αεράκι να μου σιγοψιθυρίζει το πόσο όμορφη–όμορφη είναι η ζωή ακόμα και όταν φύγω από εκεί…
“Βρε παιδιά, δε θέλω να φύγω, θα βάλω τα κλάματα”. Οι φίλοι δεν με αφήνουν ποτέ να με πάρει από κάτω, λίγο σουμίτσα στο ποτήρι και “Άντε πιες και θα μας ξανάρθεις…”.
Καλοκαίρι 2015