Ένα οινοποιείο χαμένο στη Λήθη

Κείμενο, Φωτογραφίες: Γιώργος Καβάλης, www.kalligrammon.gr

Η Πάρος γενικά, αν παρατηρήσει κανείς την ύπαιθρο, αποτελείται από χιλιάδες αναβαθμίδες, ξερολιθιές, στις περισσότερες από τις οποίες καλλιεργούνταν αμπέλια. Είναι εκατοντάδες τα πετρόχτιστα υπαίθρια πατητήρια, διάσπαρτα σε όλα τα σημεία του νησιού μιας και ως επί το πλείστον η έκθλιψη, το πάτημα των σταφυλιών γίνονταν επί τόπου στο αμπελοτόπι και μετά μεταφερόταν ο μούστος με τα υποζύγια μέσα σε ασκούς στα βαρέλια που ήταν στις αποθήκες, τους λεγόμενους μαγκατζέδες.


Το νησί είναι γνωστό από την αρχαιότητα για την οινική παραγωγή ήδη από την Πρωτοκυκλαδική περίοδο 3200-2000 πX (μαρμάρινο ειδώλιο πότη), Μυκηναϊκή (βρέθηκαν μεγάλοι πίθοι στις Κουκουναριές Νάουσας), Αρχαϊκή (γενειοφόρος μορφή του Διονύσου σε αμφορέα του 7ου αιώνα πX, η παλαιότερη ως τώρα γνωστή απεικόνιση του θεού), Κλασική, Ελληνιστική, Ρωμαϊκή, Βυζαντινή από νομίσματα, πίθους και αμφορείς παριανών εργαστηρίων.

Τα νεότερα χρόνια αναφέρεται ότι η κύρια ενασχόληση των κατοίκων είναι η αμπελουργία με παραγωγή 2.000.000 οκάδων οίνου και μεγάλα βιομηχανικά οινοποιεία στο νησί, στη Νάουσα το οινοποιείο του Μωραΐτη, στην Παροικία ένα λαμπρό κτίριο στη θέση που είναι σήμερα ο ΟΤΕ στο λιμάνι και αργότερα τα κτίρια της Ενώσεως Αγροτικών Συνεταιρισμών, στην Πούντα το κτίριο που στεγάζει το οινοεστιατόριο “ΘΕΑ”, στην Αλυκή το μεγάλο εγκαταλελειμμένο κτίριο αριστερά πριν φτάσουμε στην παραλία, και στις Λεύκες το κεραμοσκεπές οινοποιείο του Κονταράτου, με τέσσερις χτιστές δεξαμενές μεγάλης χωρητικότητας και άλλο ένα που ανακάλυψα πρόσφατα κατά την διάρκεια της επισκευής ενός γειτονικού κτιρίου και αποφάσισα να το φωτογραφίσω.

Όταν σταμάτησα και μπήκα μέσα, έμεινα έκθαμβος…
Στον αύλιο χώρο έχει ένα μεγάλο πατητήρι 20 τμ περίπου, μια στέρνα, τέσσερεις μικρές ημιυπόγειες δεξαμενές και ένα μικρό περιβόλι με εσπεριδοειδή. Αποτελείται από το κύριο κτίσμα μεγέθους περίπου 100 τμ όπου γινόταν η σύνθλιψη-πάτημα των σταφυλιών με τα πόδια σε ένα πατητήρι. Μετά μεταφέρονταν τα στέμφυλα, αφού αφαιρούνταν τα κοτσάνια, στις δύο μεγάλες εσωτερικές δεξαμενές και τις τέσσερεις εξωτερικές για να γίνει η ζύμωση. Απέναντι από αυτό υπάρχει ένα μικρότερο κτίσμα 20 τμ περίπου που ήταν το αποστακτήριο, ρακιδιό στη ντοπιολαλιά, όπου γινόταν η απόσταξη σε άμβυκα – καζάνι. Σε αυτό το κτίσμα έχει δυστυχώς καταρρεύσει η στέγη και ο νότιος τοίχος.

Από τότε έχω σταματήσει αρκετές φορές. Με έχει συνεπάρει η μαγεία που αποπνέει. Κάθομαι στα σκαλιά της εισόδου και αφουγκράζομαι τις φωνές των ανθρώπων που έχουν δουλέψει εκεί μέσα, τα γλέντια με την τσαμπούνα και το τουμπάκι, τα πειράγματα (οι Λευκιανοί ήταν πάντα μεγάλοι χωρατατζήδες…). Οι τοίχοι και το δάπεδο είναι ποτισμένα με τον μούστο των σταφυλιών, τον ιδρώτα των ανθρώπων, και τελευταία τη μυρωδιά του νοτισμένου ξύλου δημιουργώντας ένα μοναδικό αρωματικό μείγμα που σου μένει αξέχαστο.

Ολόγυρα, ξεχασμένα αντικείμενα: κοφίνια (μεγάλα πλεκτά καλάθια για τη μεταφορά των σταφυλιών με τα μουλάρια), ασκοί από δέρμα κατσικιού για τη μεταφορά του μούστου, ένα ξύλινο φτυάρι (ποτέ σιδερένιο γιατί αντιδρά με τον μούστο), τα μεγάλα βαρέλια μάλλον δρύινα, χωρητικότητας 600 -700 λίτρων, σιωπηλοί μάρτυρες ενός χώρου που έσφυζε από ζωή και ενός χωριού που στη μεγάλη του ακμή είχε περισσότερους από 2500 κατοίκους, τρεις ενορίες και πολλά καφενεία και ταβέρνες για να διοχετεύσουν όλο αυτό το κρασί και την σούμα (το απόσταγμα στην τοπική διάλεκτο)!
Θα ήταν όνειρο κάποια από τα εναπομείναντα να επισκευαστούν και να γίνουν επισκέψιμα μια μέρα, σύμβολα του ένδοξου οινικού παρελθόντος …!

* Πηγή Σταυρούλα Κουράκου. Υπουργείο Ανάπτυξης για τις ονομασίες Π.Ο.Π. μέσω της Άννας Ζουμή, οινολόγου.