“Έλα να παντρευτούμε, ντάρλινγκ”!
Κείμενο: Δανάη Tal
Ήταν μια λαμπερή ημέρα του Δεκέμβρη,
όταν ο καλός μου γονάτισε μπροστά μου
και μου είπε σχετικώς θαρρετά «αγάπη μου, έλα να παντρευτούμε!» προτάσσοντάς μου ένα κουτάκι
λίγο άκομψα σχεδόν μέσα στη μύτη μου.
Δεν είχε έρθει ακόμα η μόδα του χαλκά στη μύτη κι έτσι πήρα τρυφερά το χέρι του και ανοίγοντας το κουτάκι, υπό τη λάμψη του μονόπετρου του είπα λίγο στην πλάκα «βρε αγάπη μου, πώς θα παντρευτούμε αφού δεν έχουμε μία;». Ναι, πριν το ευρώ έγιναν όλα αυτά.
Ο καλός μου, που αν ήταν διαφημιστής, θα είχε βγάλει εκείνος το μότο της γνωστής εταιρείας αθλητικών «impossible is nothing», κούνησε το κεφάλι του αριστερά – δεξιά θέλοντας να μου δείξει ότι δεν τον πτοεί καμία δυσκολία. «Έλα να παντρευτούμε, ντάρλινγκ!» επανέλαβε πιο σίγουρος αυτή τη φορά.
Πήγα, με έναν όρο. Ο γάμος μας να γίνει στο νησί. Έτσι, με ένα παθιασμένο φιλί, το μονόπετρο στο δάχτυλό μου (μη ξεχνιόμαστε) και τον καλό μου έτοιμο για όλα (έτσι νόμιζε), ξεκινήσαμε να προετοιμάζουμε τον low, πιο low budget δεν γίνεται γάμο μας.
Ο καλός μου, παιδί της πόλης, δεν είχε ιδέα τι θα πεί ξωκλήσι. Εγώ πάλι που είχα ξεκαλοκαιριάσει 27 και βάλε καλοκαίρια στο νησί είχα μία εικόνα για κάθε γράμμα της λέξης. Ξωκλήσι. Πανηγύρια, γιορτές, χαρά και κέφι και όργανα να κλώθουν στη ρόκα της ζωής το νήμα της παιδικής μου ηλικίας. Αχ τι ωραία! Τι ρομαντικά! Θα παντρευόμουν στο εκκλησάκι μέσα στον ελαιώνα, που είχαν χτίσει φίλοι παλιοί και αγαπημένοι δίπλα στην κατοικιά τους. Θα το στόλιζα με λυγαριές πλεγμένες και πράσινα ανθούρια και για λαμπάδες, θα έβαζα κεριά σε κεραμικά πιάτα πάνω σε τριπόδια. Θα… «Πόσα λεφτά είπαμε ότι έχουμε; »με ξύπνησε μια φωνή μέσα μου.
Αυτή τη φωνή θα την άκουγα πολλές φορές μέχρι τον Σεπτέμβρη, που τελικά παντρευτήκαμε με τον καλό μου. Προετοιμάζοντας τον γάμο μας για 10 ολόκληρους μήνες αισθάνθηκα τουλάχιστον Ναπολέων. Μόνο το καπέλο μου έλειπε όταν έτρεχα πάνω στα 33 άλογα της μηχανής μου για να βρώ τα πιο καλαίσθητα σε προσφορά. Τα απλά ήταν “του π-α-ν-α-κ-ρ-ί-β-ο-υ”. Με λίγη όμως φαντασία, πολλή ψυχραιμία και μπόλικη υπομονή, μη ξεχάσω και τη φωνή που άκουγα, το γλυτώσαμε το βατερλώ μας.
Κάποια άλλα βέβαια ήταν αδύνατο να τα γλυτώσουμε. Π.χ. Σόγια. Ποιά κινέζικη; Τα δικά μας, οι οικογένειές μας. “Μάλιστα”. Αυτό το μάλιστα το πρωτάκουσα μια Κυριακή στο σπίτι της μαμάς του καλού μου, της μαμάς Κικής. “Μάλιστα” είπε ο καλός μου και από απτόητος μελλόνυμφος μεταμορφώθηκε στον «κύριο Μάλιστα».Τέτοια σκεφτόμουν όσο τα “Μάλιστα” αλλεπαλήλως επαναλαμβάνονταν και στον ύπνο μου έβλεπα εφιάλτες ότι έφτανα λέει, σε άλλη εκκλησία από αυτή που είχα διαλέξει εγώ και αντί για τον καλό μου με περίμενε η πεθερά μου με ένα λουλουδικό στο χέρι.
Έπρεπε να περιμένω την κατάλληλη ευκαιρία μου έλεγε τώρα η φωνή. Στη δική μου περίπτωση η ευκαιρία είχε τον τίτλο «Η λίστα των καλεσμένων».
Θυμάμαι σαν τώρα να γράφουμε τα ονόματα των καλεσμένων μας, περιμένοντας το καραβάκι για τη Σαλαμίνα, μια ηλιόλουστη Κυριακή του Μαρτίου. Σβήναμε, γράφαμε, κόβαμε, ράβαμε, ψιλομαλώσαμε, μετά ψιλοαγαπηθήκαμε, μετά πάλι πήγαμε να αρπαχτούμε γιατί ο καλός μου ήθελε να καλέσει το φίλο του τον Σπύρο και ας είχε να τον δεί από το στρατό, τελικά καταφέραμε να κάνουμε μια λίστα με 100 καλεσμένους, μέσα και οι συγγενείς, όλους ευχαριστημένους. Άντε και 50 να έχουν οι δικοί μας και από τις δύο πλευρές. Σύνολο 150.
Πολλαπλασίαζα κεφάλια με την τιμή που μας είχε δώσει το παραθαλάσσιο κεντράκι όταν άκουσα τον καλό μου να λέει στο κινητό “Καλημέρα μητερούλα, είμαστε εδώ με τη μέλλουσα νύφη σου, πόσοι είναι τελικά οι καλεσμένοι σας»; Γύρισα και τον κοίταξα. Στην αρχή τον είδα να ασπρίζει, μετά άρχισε να κοκκινίζει από την δεξιά πλευρά, βέβαια συνοδηγός ήμουν, την αριστερή δεν την έβλεπα και μετά δεν πρόλαβα να δώ τίποτα άλλο. Μετά «μπαμ». Ο κύριος «Μάλιστα» εξερράγη, η μητερούλα έγινε “μάνα” σκέτο. «Μάνα, εγώ τον ακυρώνω το γάμο, κι ΕΣΥ θα πάρεις τηλέφωνο τον κο Γιώργο να του εξηγήσεις γιατί η κόρη του αρραβωνιάστηκε αλλά ΔΕΝ θα παντρευτεί» Μπαμ! Μπαμ! Μπαμ! αλλεπάληλες εκρήξεις. Εγώ πάλι, μιλιά τσιτιά. Τέτοια εξέλιξη, χωρίς να έχω κουνήσει το δαχτυλάκι μου; Η φωνή είχε δίκιο.
Οι πιο ωραίες στιγμές της προετοιμασίας ήταν φυσικά οι πρόβες νυφικού. Ήθελα να το ράψω στα μέτρα μου και να μην είναι άσπρο. Στην αρχή ήταν ένα κομμάτι ύφασμα επάνω μου και σιγά σιγά πήρε μορφή, βρήκε τις λεπτομέρειές του, στη συνέχεια και τα αξεσουάρ του, και όταν τελικά το πήρα από τη μοδίστρα μέσα στην προστατευτική θήκη και μπήκα μέσα στο ταξί, με το νυφικό αγκαζέ, είχα την αίσθηση ότι πάω αμέσως στο ξωκλήσι να παντρευτώ με τον καλό μου, εγώ και αυτός – ο κόσμος όλος!
Από τότε που έβαλα το μονόπετρο στο δάχτυλό μου μέχρι τη στιγμή που έφτασα στο κατάμεστο ξωκλήσι, με τον καλό μου να με περιμένει τελικά πανέμορφο και συγκινημένο, πέρασαν μέρες, μήνες, εποχές, περάσαμε κι εμείς από σαράντα κύματα μέχρι να φτάσουμε από το «ζούμε μαζί» στο «είμαστε παντρεμένοι». Πέρασαν και οι γονείς μας, πότε η μαμά, πότε ο μπαμπάς, πότε η πεθερά, πότε ο πεθερός τα 140 εγκεφαλικά και… τέλος πάντων πέρασαν όλα και περάσαμε πολλά και ίσως για αυτό μαζί με όλες τις ευχετήριες κάρτες έχω κρατήσει και αυτό το post it που είχα βρεί να με περιμένει στο σπίτι, έχοντας κουβαλήσει με τη μηχανή 10 κιλά κουφέτα. Έγραφε η φίλη μου η Γεωργία με τα ωραία της γραμματάκια : “Κουράγιο, γάμος είναι θα περάσει…”
Πέρασε και αυτός λοιπόν και όλοι μας, φίλοι και συγγενείς, θυμόμαστε ακόμα τη χαρά του. Γιατί δεν πα να ‘ναι low, πιο low budget δεν γίνεται ο γάμος σας, θα ναι ο πλουσιότερος, αρκεί η χαρά να περισσεύει!