Αντώνης Χάλαρης

Συνέντευξη: Δανάη Ταλ

Εγώ αυτή τη δουλειά ξέρω,
αυτή συνήθισα, αυτή κάνω!


Είναι γνωστό ότι το ψάρι είναι από τις πιο προσφιλείς τροφές για τον άνθρωπο και μάλιστα από τα πολύ παλιά χρόνια. Αυτό που δεν είναι ευρέως γνωστό είναι ότι οι περίπου 300 αλιείς στην Πάρο που τα τελευταία χρόνια έμειναν 200 και όλο λιγοστεύουν, μπορεί να πουλάνε τα ψάρια τους μέχρι και στο Πόρτο Ράφτη ή το Λαύριο στην Αττική ενώ εμείς εδώ στην Πάρο το καλοκαίρι τρώμε ψαράκι συχνά αγνώστου προελεύσεως, εκτός αν τρώμε σε ταβέρνες που έχουν δικό τους καϊκι. Αυτές όμως είναι μετρημένες στα δάχτυλα. Πολλά έχουν αλλάξει τα τελευταία χρόνια στην αλιεία κι η δουλειά έχει γίνει πιο εύκολη όμως ο αριθμός των ψαράδων συνεχώς μειώνεται και οι επιδοτήσεις καταβροχθίζουν τα καΐκια.

Σήμερα οι ψαράδες έχουν και τεχνολογικά εργαλεία που κάνουν τη ζωή τους πολύ εύκολη. Αυτό δεν το λέω εγώ αλλά ο καπετάνιος ο Αντώνης ο Χάλαρης στο Πίσω Λιβάδι που με το καϊκι του το «Καπετάν Μανώλης» όχι απλώς ψαρεύει αλλά βγαίνει στη θάλασσα ακόμα και με εφτάρι. «Έχω κινδυνεύσει μια φορά μόνο, τόσο που φοβήθηκα το ’92 τον Ιούλιο, μόλις είχα πάρει τούτο ΄δω το καΐκι στον Μονόλιθο, στη Σαντορίνη με εννιάρι στα ρηχά. Με εφτάρι ή οχτάρι έτυχα πολλές φορές και στο Άνυδρο και στην Ανάφη αλλά εκεί δεν φοβήθηκα γιατί ήτανε βαθιά».

Θέλει ναυτοσύνη και θάρρος να βγαίνεις να ψαρέψεις με εφτάρι. Αλλά ο Αντώνης ο Χάλαρης ψαρεύει από 12 χρονών μαζί με τον πατέρα του και όπως και να το κάνουμε έχει μάθει κάτι παραπάνω. Μικρός ψάρευε στα μέρη της Σαντορίνης και κυρίως γύρω από το Άνυδρο. Από τα μέρη αυτά έχει πολλές εικόνες. Στη συζήτησή μας θυμήθηκε τον πατέρα του να ρίχνει τα δίχτυα και να πιάνει και άγρια κουνέλια στο Άνυδρο και μάλιστα μου είπε ότι καμιά φορά έβρισκαν και κανένα άγριο κατσικάκι. Τότε έβγαιναν στη θάλασσα διαβάζοντας τα αστέρια τη νύχτα. Τώρα βλέπουν τον καιρό στην οθόνη, και τον βυθό, βλέπουν και ό,τι άλλο τους προσφέρει η τεχνολογία. «Τώρα η ζωή μας έχει γίνει πολύ εύκολη, αλλά τι να το κάνεις δεν έρχονται νέοι στα καϊκια».

«Δικό μου καΐκι έχω από το ’79 τη χρονιά που πήγα φαντάρος αλλά αυτό εδώ το καΐκι το «Καπετάν Μανώλης» το ονόμασα έτσι από τον πατέρα μου και το έχω από το ’92. Παλιά είμασταν τρεις στο καΐκι, εγώ ο πατέρας μου κι ο θείος μου. Αργότερα και μέχρι πριν πέντε έξι χρόνια είχα δυο Αιγύπτιους στο καΐκι, μετά έναν και μετά κανέναν. Προτιμώ τώρα να πηγαίνω μόνος μου. Ήταν φασαρία να τους φτιάχνω τα χαρτιά και αναγκαζόμουνα να πάω και με φουρτούνα για να καλύπτω τα έξοδα.

Ψαρεύω με δίχτυα και παραγάδι αναλόγως τον καιρό και τι είδος ψάρι ζητάει το μαγαζί. Το δίχτυ είναι ως επί το πλείστον για μπαρμπούνι και κουτσομούρα και το παραγάδι στα βαθιά, για λιθρίνι, φαγκρί, σαργούς, στήρες. Όλο το ψάρι που πιάνω πάει στο μαγαζί εκτός από κάτι μικρά που τα χαρίζουμε γύρω-γύρω. Ευτυχώς έχω πολλούς ψαράδες φίλους κι ό,τι δεν έχω το παίρνω απ’ αυτούς κι έχω τα πάντα μέσα στο μαγαζί. Πιάνω και ξιφίες. Δεν πιάνουμε τα θηρία που πιάναμε παλιά γιατί λόγω της υπεραλίευσης δεν προλαβαίνει το ψάρι να μεγαλώσει. Άμα πιάσουμε ψάρι 100 κιλά τώρα, λέμε έπιασα λαχείο. Συνήθως είναι 30, 40 50 κιλά. Σε ποσότητα έχει μαζευτεί πολύ η θάλασσα.

Για το παραγάδι φεύγω 2-3 η ώρα τη νύχτα και γυρνάω το πρωί στις 8.30. Το δίχτυ το αμολάμε μισή ώρα πριν αρχίσει να ξημερώνει και μόλις πάει να βγει ο ήλιος το μαζεύουμε. Μία ώρα, μιάμιση τα αφήνουμε το πολύ γιατί φοβόμαστε μην πέσουν πάνω τα δελφίνια ή οι φώκιες, τα ζούμπερα όπως τα λέμε εδώ. Είναι μια φώκια ειδικά, μια κυρία, που έρχεται επίσκεψη εδώ στο Πίσω Λιβάδι, στα μαγαζιά από κάτω! Εμένα η φώκια δεν με πειράζει γιατί πάω βαθιά. Τα δελφίνια όμως είναι πολύ ξύπνια, μπορεί να ΄ρθει ένα μόνο του στο δίχτυ, μπορεί όμως να ΄ρθούνε δέκα – δεκαπέντε μαζί. Σου σκίζουν τα δίχτυα κι άντε γεια. Η αλήθεια είναι ότι εμείς μπήκαμε στα χωράφια τους… Στην τηλεόραση μ΄αρέσει να τα βλέπω, που πηδάνε, φτιάχνουν, δείχνουν άμα όμως πέσουν πάνω στο δίχτυ είναι καταστροφή».

Ο Αντώνης όσο μου μιλάει δολώνει ένα παραγάδι και δεν χάνει καθόλου το ρυθμό. Έχει συνολικά 450 αγκίστρια και τα δολώνει ένα – ένα με κομματάκια καλαμαριού που στριφογυρίζει επιδέξια στο αγκίστρι: τέσσερα κιλά καλαμάρι, καθαρισμένο, κομμένο σε ίσια κομμάτια απιθωμένα μέσα σε ένα πλαστικό δοχείο και αυτό στο μέσο του παραγαδιού να ισορροπεί πάνω στη μαζεμένη χονδρή μισινέζα. Είναι εντυπωσιακή η ακρίβεια των κινήσεων του Αντώνη, που μου μιλάει κοιτώντας με ενώ μπήγει στην σχισμάδα το δολωμένο αγκίστρι. Μου δείχνει το σημείο στο Πίσω Λιβάδι πίσω από το λιμάνι σε μια βραχώδη απόληξη «εδώ μπροστά» μου κάνει «βγαίνουν οι χελώνες, μεγάλες 100 κιλά».

Δεν κομπάζει ο Αντώνης, ούτε λέει πολλά για τον εαυτό του, για αυτόν λένε περισσότερα τα επιδέξια χέρια που δεν έχουν αφήσει το παραγάδι ούτε στιγμή. Όταν μιλούσαμε για το ψάρεμα με καιρό μου είπε , «Εχω και το γατί όμως στο καϊκι» και ο κεραμιδένιος γάτος που ήταν ξαπλωμένος στα πόδια του κούνησε αυτάρεσκα τα αυτιά του γιατί κατάλαβε ότι τον είχαμε βάλει στην κουβέντα μας. Ο Αντώνης όμως δεν στέκεται σε αυτά, άλλος καημός τον τρώει: «Δεν έρχονται νέοι στα καϊκια. Οι ψαράδες φεύγουν από τη θάλασσα. Τα καϊκια σπάνε και γίνονται επιδοτήσεις».

Εγώ αυτή τη δουλειά ξέρω, αυτή συνήθισα, αυτή κάνω. Μου λένε να κάνω αλιευτικό τουρισμό. Πού να μπλέξω τώρα εγώ με τους τουρίστες; Κι όμως πολλά καΐκια στη Νάουσα και ένα δυο στην Αλυκή το έχουν γυρίσει. Παρά να τα σπάσουνε βέβαια… Γιατί αυτό είναι έγκλημα που κάνουν χρόνια τώρα. Εκείνη την ώρα που ξημερώνει, που σκάει ο ήλιος και γίνεται ο ορίζοντας όλος κόκκινος είναι ομορφιά. Τη θάλασσα άμα δεν σ΄αρέσει δεν την κάνεις. Για αυτό η νεολαία δεν πάει στα καΐκια. Στη δικιά μας δουλειά δεν έχει Κυριακή, δεν έχει γιορτή. Γιατί άμα κάθεσαι 5 μέρες γιατί έχει φουρτούνα και κάνει μια μέρα μπουνάτσα θα πας για ψάρεμα κι ας είναι και Μεγάλη Παρασκευή».

Τελειώνοντας τον ρωτάω και για τις ιχθυοκαλλιέργειες που κι αυτές έχουν επηρεάσει το επάγγελμα του ψαρά: «Εδώ αν δεν ψαρέψουμε, ψάρι δεν τρώμε. Μας σώζει ο αέρας, ιχθυοκαλλιέργειες δεν μπορούν να στηθούν με τόσο αγέρα».